Όπως συμβαίνει συχνά με «παγιωμένες» εστίες έντασης, ενίοτε πιο σημαντικό από το εάν υπάρχει πραγματική πρόοδος ως προς την αντιμετώπιση ανοιχτών ζητημάτων είναι το να δίνεται η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν εντάσεις ή ότι δεν προστίθενται προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα.

Και οι ελληνοτουρκικές διαφορές ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Τα ανοιχτά θέματα είναι μεγάλα και υπαρκτά. Μόνο που είναι ανοιχτά εδώ και αρκετό καιρό και το σε ποια κατεύθυνση θα επιλυθούν δεν είναι δεδομένο ούτε και εύκολο.

Ούτε, όμως, είναι εύκολο να δοκιμάσει κάποια πλευρά να «εκβιάσει» μια δυναμική διαμόρφωσης συσχετισμών για «λύση», στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, χωρίς αυτό να προκαλέσει εντάσεις, που μπορούν να πάρουν και ανεξέλεγκτη κατεύθυνση.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η διαχείριση της υπάρχουσας ισορροπίας και η αποφυγή παραπέρα εντάσεων, ακόμη και με το σχετικό τίμημα βασικές πτυχές των υπαρκτών ανοιχτών ζητημάτων να γίνουν εκ των πραγμάτων «γκρίζες ζώνες», φαντάζει ως πιο έστω και προσωρινά προτιμητέα λύση. 

Όταν και οι δύο χώρες έχουν άλλες προτεραιότητες

Και αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο όταν και οι δύο χώρες, έστω και από διαφορετικές αφετηρίες έχουν άλλες προτεραιότητες που σε αυτή τη φάση μπορούν να διευκολυνθούν από την εικόνα ότι δεν υπάρχει κλιμάκωση της έντασης στα ελληνοτουρκικά.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ένταση του καλοκαιριού του 2020 και το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια η «διεθνής κοινότητα» συνειδητοποίησε ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περιλαμβάνουν και τον ορίζοντα του «θερμού επεισοδίου», αποτέλεσε και την αφετηρία ενός ιδιαίτερου «ενδιαφέροντος» με αντικείμενο ακριβώς την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχομένου. Επιπλέον, διαμόρφωσε μια συνθήκη όπου καμία χώρα δεν θα ήθελε να καταγραφεί ως αυτή που κλιμάκωσε.

Κυρίως, όμως, παίζει ρόλο στην επιλογή αυτού του «μορατόριουμ» η αίσθηση βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Και για τις δύο χώρες.

Η Τουρκία, που το προηγούμενο διάστημα δοκίμασε να διεκδικήσει ένα ρόλο περιφερειακής δύναμης που θα μπορούσε να παίξει και με την αυξημένη απόσταση και ένταση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, εκτός όλων των άλλων και για να μπορέσει να εξασφαλίσει τη ρωσική υποστήριξη απέναντι στον «υπαρξιακό κίνδυνο» μιας κουρδικής οιονεί κρατικής οντότητας στη Συρία, προσπαθεί να αναπροσαρμοστεί στη συνθήκη του κλιμακούμενου «νέου Ψυχρού Πολέμου», διεκδικώντας να παραμείνει τμήμα της «Δύσης» έστω και με τους δικούς της όρους. Άλλωστε, γνωρίζει ότι θα ήταν και πολύ δύσκολο για τις ΗΠΑ να αφήνουν έναν τόσο κρίσιμο «κρίκο» της δυτικής συμμαχίας να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο. Όμως, κατανοεί επίσης η Τουρκία ότι έχει απέναντί της μια πιο δύσπιστη αμερικανική διακυβέρνηση αλλά και μια πιο επιφυλακτική Ευρώπη, παρά τον τρόπο που ιδίως η Κοινή Δήλωση για το μεταναστευτικό βάζει ένα όριο και στην ευρωπαϊκή πολιτική απέναντί της.

Όλα αυτά κατατείνουν στην ανάγκη η Τουρκία να δείχνει ότι «δεν προκαλεί». Αυτό δεν αφορά τόσο τη ρητορική της, όσο το εάν και σε ποιο βαθμό παίρνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Αυτό αποτυπώθηκε και στον τρόπο που έχει χειριστεί τις έρευνες για υδρογονάνθρακες σε διαφιλονικούμενες περιοχές, με σκοπό να αποφύγει κάποια συζήτηση για κυρώσεις από την ΕΕ. Χειρισμός που έχει ευοδωθεί μέχρι στιγμής, με δεδομένη και την ευρωπαϊκή διάθεση σε αυτή τη φάση να μην αναζητηθούν εστίες έντασης.

Την ίδια στιγμή με αυτό τον τρόπο ο Ερντογάν μπορεί να ασχοληθεί και με τις άλλες, πιθανώς πιο επείγουσες έγνοιες. Με τις εκλογές του 2023 να πλησιάζουν και τη δημοτικότητά του να μην είναι στην καλύτερη κατάσταση και εξαιτίας των προβλημάτων στην τουρκική οικονομία (κυρίως σε σχέση με τη λίρα αλλά και την αυξημένη ανεργία ιδίως των νέων) και εξαιτίας του πονοκέφαλου των αποκαλύψεων για ζητήματα διαφθοράς, ο Ερντογάν θέλει να προβάλει την εικόνα μιας Τουρκίας που γίνεται αποδεκτή ως σοβαρή δύναμη διεθνώς. Η προβολή που δόθηκε στο καλό κλίμα στη συνάντηση με τον Μπάιντεν είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική.

Την ίδια στιγμή ούτε η ελληνική πλευρά θέλει αυτή τη στιγμή μια κλιμάκωση της έντασης. Άλλωστε, βαραίνει η επίγνωση ότι ακόμη και εάν η ελληνικές πλευρά διεκδικεί το διεθνές δίκαιο υπέρ της και υποστηρίζει ότι δεν είναι η «επιτιθέμενη» δύναμη, σε περίπτωση «θερμού επεισοδίου» η «διεθνής κοινότητα» πιθανότητα να αντιμετώπιζε και τις δύο χώρες ως «μέρος του προβλήματος» και άρα να πίεζε για διευθετήσεις που δεν θα ήταν απαραίτητα θετικές για τα ελληνικά συμφέροντα.

Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την πανδημία, με αρκετά ερωτηματικά, ιδίως για τη φετινή τουριστική σεζόν (που θα επηρεαζόταν αρνητικά από μια κλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο), και άρα δεν θα ήθελε στα υπαρκτά προβλήματα να προσθέσει και την ελληνοτουρκική ένταση. Παράλληλο, ελπίζει ότι δηλώνοντας μιας σαφή πρόθεση διαλόγου με την Τουρκία, μπορεί να εξασφαλίσει μεγαλύτερη υποστήριξη των ευρωπαίων εταίρων αλλά και των ΗΠΑ σε μια κατεύθυνση «πίεσης» προς την Τουρκία να επιλέξει ουσιωδώς πιο συμβιβαστική στάση στα ελληνοτουρκικά. 

Ο διεθνής παράγοντας πιέζει για αποκλιμάκωση

Σε όλα αυτά ας μην υποτιμάμε και την παράμετρο του διεθνούς παράγοντα. Το κλίμα που διαμορφώνεται μετά και τη σύνοδο των G7 και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τείνει προς μια μεγαλύτερη ευρωατλαντική συμπόρευση σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης αντιπαλότητας και με τη Ρωσία και με την Κίνα. Αυτό διαμορφώνει και ένα περιβάλλον πίεσης ως προς το να μην υπάρχουν «εσωτερικές διενέξεις» μέσα στη συμμαχία, έστω και εάν ιστορικά το ΝΑΤΟ έχει αποτύχει να διαχειριστεί τις υπαρκτές ελληνοτουρκικές διαφορές. Όμως, στο βαθμό που τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα, επιθυμούν σε αυτή τη φάση να έχουν την υποστήριξη της συμμαχίας και ιδίως των ΗΠΑ, αυτό τις ωθεί να δίνουν την εικόνα ότι σήμερα δεν διακυβεύουν την ενότητα της συμμαχίας.

Η «νέα σελίδα» δεν ήρθε ακόμη

Σημαίνουν όλα αυτά μια «νέα σελίδα» για τα ελληνοτουρκικά; Θα ήταν πολύ πρώιμο να μιλήσει κανείς για αυτό. Άλλωστε, η Τουρκία δεν έχει μετατοπιστεί επί της ουσίας ως προς τις «αναθεωρητικές» τοποθετήσεις για το διεθνές δίκαιο, την ώρα που οι εσωτερικές πολιτικές δυναμικές της Τουρκίας και η συμπόρευση (και αλληλεξάρτηση) του AKP και του MHP ενισχύουν την εθνικιστική ρητορική που συνδυάζεται με την υπερπροβολή του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας. Επιπλέον, η νέα επένδυση στη «συμπόρευση» με τη Δύση (όπως και η προσπάθεια των ΗΠΑ να μην «χαθεί» η Τουρκία) επίσης θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια νέα πιο επιθετική στάση στα ελληνοτουρκικά.

Από την άλλη, η αποκλιμάκωση της έντασης και η διατήρηση διαρκώς ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας θα μπορούσε να δώσει ώθηση σε μια διαδικασία «βήμα βήμα» προσέγγισης που προοπτικά θα μπορούσε να αποκτήσει τη δική της δυναμική, πάντα σε συνάρτηση με το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον.

in

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.