Πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Γρεβενών

Την 29η Μαρτίου, ανήμερα των γενεθλίων του, επέλεξε ο Κώστας Ακρίβος να φέρει στο φως το νέο του μυθιστόρημα

«Πότε διάβολος πότε άγγελος » από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με το οποίο συνεργάζεται πολύ δημιουργικά τελευταία, δυόμισι περίπου χρόνια μετά από το πολύ καλό του «Γάλα Μαγνησίας ». Έργα και τα δύο της ώριμης περιόδου του συγγραφέα, στο πρότερο αντλώντας υλικό από τις παιδικές του μνήμες στην πόλη που μεγάλωσε, τον Βόλο, τον απασχολεί το θέμα της μνήμης και της αλήθειας για γεγονότα που μάς σημαδεύουν και μάς συνοδεύουν, τύπτοντάς μας, ολάκερη τη ζωή, ενώ στο νέο του προβάλλει αδυσώπητο το ερώτημα: «ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι» και κατ’ επέκταση, « ποιοι είναι οι ήρωες και ποιο είναι το χρέος των απογόνων;».

            Τα δύο αυτά μυθιστορήματα φαίνεται ότι τα δούλευε παράλληλα τέσσερα περίπου χρόνια, γιατί ήθελε να δώσει τη δική του απάντηση για το παρελθόν, τους προγόνους, τη μνήμη, την πατρίδα, το χρέος και το δεύτερο μάλλον τον δυσκόλεψε περισσότερο, καθότι ως απόγονος ο ίδιος του Μήτρου Αγραφιώτη και ίσως και του Καραϊσκάκη, των δύο πρωταγωνιστών της αφήγησης, έπρεπε το προσωπικό συναίσθημα να το μεταπλάσει λογοτεχνικά  σε καθολικό και διαχρονικό και να αποδώσει και την ιστορική αλήθεια.Αυτό απαιτούσε πολύ μόχθο και πολύ μελέτη των ιστορικών πηγών και των Απομνημονευμάτων των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Όμως προσωπικά ομολογώ ότι τα κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά την ιστορία με τη λογοτεχνία και μάς χάρισε,λέγοντας «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη », ένα πολύ σημαντικό πόνημα, πρωτότυπο και συναρπαστικό, που διαβάζεται πολύ ευχάριστα και προσφέρει άφθονη συγκίνηση δικαιώνοντας τους απλούς και ανιδιοτελείς αγωνιστές που ή σκοτώθηκαν για την πατρίδα ή πέθαναν φτωχοί και παραγνωρισμένοι και αποδοκιμάζοντας τους δόλιους παρατηρητές των μαχών που μηχανεύονταν την εξόντωση τους.

            Αφήνοντας την πεδιάδα και τη θάλασσα ο Κώστας Ακρίβος σκαρφαλώνει στη γενέτειρα της μάνας του, τα Άγραφα, στο Πετρίλο, το σύμβολο της ελευθερίας, των εθνικών και κοινωνικών αγώνων και από ψηλά, από τα Άγραφα ξεκινάει και τελειώνει την αφήγησή του που μοιάζει με ένα πεζοτράγουδο με λαϊκό ύφος και ήθος, αν εξαιρέσουμε τα ιστορικά κείμενα που παραθέτει αυτούσια ή ελαφρώς μεταπλασμένα. Χρονικά η αφήγησή του έχει ένα πολύ μεγάλο εύρος, από τα τέλη του 18ου αιώνα (1782) που γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης μέχρι τις μέρες μας που η Θεσσαλία και η Ήπειρος φιλονικούν για την καταγωγή του ήρωα. Δεν είναι όμως ευθύγραμμη αλλά αποσπασματική αποκαλύπτοντας σταδιακά και με αινιγματικό τρόπο κύριες πτυχές της προσωπικότητας των δύο ηρώων αλλά και καίρια σημεία της προεπαναστατικής (η αυλή του Αλή πασά και η ζωή των Κ(κ)λεφτών), της επαναστατικής (άλωση Τριπολιτσάς, επάρατος εμφύλιος πόλεμος, μάχη Αράχωβας και απελευθέρωση Ρούμελης, πολιορκία και έξοδος Μεσολογγίου, πολιορκία Ακρόπολης, θάνατος ή δολοφονία(;)  Καραϊσκάκη και τραγωδία στον Ανάλατο ) και της μεταεπαναστατικής Ελλάδας, παρακολουθώντας την τύχη του Μήτρου Αγραφιώτη και της οικογένειάς του και κατ΄ επέκταση  των περισσότερων αγωνιστών «του ανώνυμου, του ηττημένου, του αδικημένου του κάθε λογής ταπεινού ανθρώπου, που το πέρασμα της επίσημης ιστορίας, τον ποδοπάτησε ή τον κονιορτοποίησε», όπως τόνισε ο συγγραφέας σε μια πρόσφατη συνέντευξή του.

            Σε όλο το μυθιστόρημα δεσπόζει η μορφή του γιου της καλόγριας και παράλληλα του ψυχογιού του ή γιου του (;) Μήτρου Αγραφιώτη που από τα δεκαοκτώ του ακολούθησε τον καπιτάνο και το μικρό κλεφτόπουλο έγινε ο έμπιστος κεμερτζής ήγουν ταμίας του. Ο ένας γενναίος, ατρόμητος, αψίκορος, βωμολόχος, διάβολος στην αρχή που μεταλλάσσεται όμως κυρίως μετά την έξοδο των Μεσολογγιτών, αν και φιλάσθενος, αλλά με πολύ φλόγα και πίστη – που αποτυπώθηκε πολύ εύστοχα στα εξώφυλλα του βιβλίου με τη ωραιότατη αισθητική τους – σε άγγελο, ανιδιοτελής, «παλικάρι ωραίο σαν μύθος » με μόνο σκοπό την σωτηρία της Επανάστασης και της Πατρίδας, χωρίς καμιά μωροφιλοδοξία για την εξουσία και θα το πετύχαινε, αν τον άφηνε η Διοίκηση που ανέθεσε την αρχιστρατηγία την πιο κρίσιμη στιγμή σε δύο άπειρους και ακατάλληλους Άγγλους οι οποίοι  μαζί με τον τεσσερομάτη θεωρούνται οι ηθικοί αυτουργοί για το μοιραίο τέλος που είχε ο πραγματικός αρχιστράτηγος. Ο Μήτρος από την άλλη που πρόλαβε και έμαθε γράμματα στα Βρανιανά,  θα γίνει η σκιά του, θα πολεμήσει γενναία σε όλες τις μάχες, θα είναι κοντά του μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και θα κληρονομήσει και ένα μερίδιο από τη διαθήκη του.

             Θα ήθελα να παραθέσω σε αυτό το σημείο τη χαρά του  Γερμανού ζωγράφου ΚάρλΚρατσάιζεν, όταν κατέληξε μετά από πολύ σκέψη για τον τρόπο που θα απεικόνιζε τον καπετάνιο ο οποίος τον δυσκόλεψε πολύ και τελικά κατόρθωσε να μπει στην ψυχή του και να αποδώσει την ομορφιά και την αθωότητά του: «Λοιπόν. Ο καπετάνιος είναι όμορφος, όμορφος από ψυχής. Είναι όμορφος, γιατί είναι αθώος. Και είναι αθώος, γιατί δεν έχει επίγνωση αυτής της εσωτερικής ομορφιάς του. Ανήκει σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο ωραίοι είναι, πόσο σπάνιοι και ξεχωριστοί. Ο Κάρλ αισθάνεται χαρά. Ζωγραφίζει τώρα μαύρες, κατάμαυρες τις κόρες των  ματιών, όμως τις μετακινεί προς την άκρη, κάνοντάς τον να δείχνει ότι κοιτάζει πλάγια και όχι ευθύβολα. Δίνει έτσι μεγαλύτερη έκταση στο λευκό των οφθαλμών του, ώστε να απεικονιστεί η άψογη αθωότητα και η ομορφιά του καπετάνιου. Και το πετυχαίνει.»

            Τι είναι όμως εκείνο που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό και σε κάνει να διαβάζεις μονορούφι τις 252 σελίδες του, εκτός από το πολύ ενδιαφέρον θέμα του; Μα φυσικά η αφηγηματική τέχνη του συγγραφέα, η πλοκή, η διάρθρωση και βεβαίως η γλώσσα που είναι σαφώς πιο εξελιγμένες από το προηγούμενο μυθιστόρημα. Το σημείο αναφοράς είναι τα Άγραφα, από  όπου ξεκινάει με τον Μήτρο Αγραφιώτη (1803) και τελειώνει με την παιδική του ηλικία με πολύ ωραίους συνειρμούς « Γήπεδο Καραϊσκάκη, Καραΐσκος» (1965). Το μυστήριο όμως της σχέσης του αφηγητή και του συγγραφέα θα λυθεί προς  το τέλος, στο 7ο κεφάλαιο, που ο αναγνώστης πληροφείται για τη μοιραία εκείνη συνεύρευση της Βασιλίτσας, μητέρας του Μήτρου, με τον Γιώργη στη Δρακοσπηλιά του Πετρίλου. Εν τω μεταξύ ο συγγραφέας μέχρι τότε έχει ρίξει άπλετο φως στα κυριότερα σημεία της νεότερης ιστορίας μας και έχει παρακολουθήσει και τη μοίρα του Μήτρου και των απογόνων του. Στο τελευταίο κεφάλαιο εξυφαίνεται η τύχη του Καραϊσκάκη τον εικοστό αιώνα και η τύχη του παππού του Στέργιου που είναι γόνος πέμπτης γενιάς. Όλα αυτά με την συνεχή εναλλαγή του α’ με το γ’ πρόσωπου, του μικροπερίοδου με τον μακροπερίοδο λόγο και φυσικά της απλής, πηγαίας και ανεπιτήδευτης γλώσσα, με πλούτο λαϊκών και τουρκικών λέξεων που καθιστούν το κείμενο ευχάριστο και εύληπτο. Στο τέλος ο συγγραφέας παραθέτει και ένα σύντομο αλλά απαραίτητο γλωσσάρι.

Εν κατακλείδι, ο Κώστας Ακρίβος έγραψε πάλι ένα πολύ όμορφο βιβλίο που μάς συγκινεί και μάς θέτει σε διαδικασία εθνικήςαλλά και ατομικής αυτογνωσίας «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», τιμώντας με το καλύτερο τρόπο τα 200 χρόνια από τη ελληνική επανάσταση. Όσο για το χρέος ημών των απογόνων αυτό είναι πολύ δύσκολο και θέλει κότσια. Θέλει το θάρρος του Καραϊσκάκη που, όταν χόρευε στο Τεπελένι, στο 3ο κεφάλαιο έκανε περίτεχνα τη σφούρλα στο τσάμικο και έδειχνε τα απόκρυφά του στους τυράννους, τσατίζοντας τον γιο του Αλή  Μουράτ, αλλά διασκεδάζοντας το λιοντάρι της Ηπείρου με την καπατσοσύνη του.

Φίλε Κώστα, καλοτάξιδο το βιβλίο σου. Αξίζει όλοι οι Έλληνες να το διαβάσουν. Μετά από αυτό δεν ξέρω τι ετοιμάζεις, αλλά σίγουρα κάτι καλό θα βρεις, γιατί είσαι δαιμόνιος. Σάμπως δεν είχες να μοιάσεις;

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.