oxi οχιΌλοι οι Έλληνες σε στιγμές περισυλλογής και αυτοκριτικής οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι έχουμε γίνει στο

έπακρο ενδοτικοί και υποκύπτουμε χωρίς αντίσταση στις απαιτήσεις των ισχυρών με συνέπεια να έχουμε καταστεί περίγελως των πάντων. Τότε όμως αναζητούμε ελαφρυντικά για τον εαυτό μας και επιρρίπτουμε την ευθύνη για το κατάντημα της πατρίδας μας στους ιθύνοντες, τους ασκούντες την εξουσία, τους οποίους και «στολίζουμε» με πλήθος «κοσμητικών» επιθέτων της γλώσσας μας. Για να είναι ορθή η κριτική ασφαλώς δεν πρέπει να έχει ως σκοπό την αποποίηση της προσωπικής ευθύνης, μερίδιο της οποίας βαρύνει άπαντες. Αν στο παρελθόν αυτή βάρυνε αποκλειστικά τους ηγήτορες, στις ημέρες μας βαρύνει και τον λαό, καθώς η αλλοτρίωση έχει συντελεστεί σε βάθος σ’ όλα τα στρώματά του.

Έχω γράψει σε πολλά άρθρα μου ότι η Ελλάδα από τη σύστασή της δεν υπήρξε ανεξάρτητο κράτος. Οι ισχυροί της τότε εποχής μας απελευθέρωσαν, για τα συμφέροντά τους, και στη διαπάλη για την επικράτηση θριάμβευσε η Αγγλία. Αυτή παρέδωσε τη σκυτάλη, μεσούντος του εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας, στις ΗΠΑ. Το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς για τρείς λόγους: Δεν ήταν λογικό να παραδώσει αμαχητί τη χώρα του σε επίδοξο κατακτητή, έστω και ομοϊδεάτη του. Γνώριζε πολύ καλά ότι ασκούσε την εξουσία με την ανοχή των Άγγλων επικυριάρχων, οι οποίοι έλεγχαν πλήρως τη βασιλική αυλή. Τέλος, γνώριζε πολύ καλά ότι αυτή ήταν και η θέληση του ελληνικού λαού. Τα γεγονότα, που ακολούθησαν, δεν τον διέψευσαν. Δεν υπήρξε ουδεμία κίνηση μειοδοσίας κατά τη διάρκεια του πολέμου από πλευράς αξιωματικών, οπαδών του «Άξονα». Και δεν ήσαν λίγοι στο στράτευμά μας αυτοί. Η συνθηκολόγηση με πρωτοβουλία του Τσολάκογλου χαρακτηρίστηκε προδοτική ενέργεια. Δεν αντιληφθήκαμε ότι την άποψη αυτή επέβαλαν με την προπαγάνδα τους οι Άγγλοι, που ήθελαν να μη μείνει ούτε ένας Έλληνας ζωντανός, προκειμένου αυτοί να κερδίσουν χρόνο και να ετοιμαστούν για τον πόλεμο στην Αφρική. Ο Τσολάκογλου ευθύνεται πρωτίστως για την αποδοχή να υπηρετήσει στη συνέχεια τον κατακτητή. Οι Άγγλοι πάντως έτριβαν τα χέρια τους βλέποντας τους Κρήτες να αψηφούν τη συνθηκολόγηση και να μάχονται με γεωργικά εργαλεία σαν λιοντάρια κατά των πανόπλων Γερμανών αλεξιπτωτιστών.

Αφήνουμε τους ηγέτες και στρεφόμαστε στον λαό. Στον λαό, που μέθυσε στην πρωτεύουσα με το διάγγελμα της κήρυξης του πολέμου. Στον λαό, που λησμόνησε με μιας τα κομματικά πάθη και τις ιδεολογικές διαφορές. Οι στρατιώτες μας δεν αλληλορωτούνταν αν είναι οι συστρατιώτες τους βασιλικοί ή αντιβασιλικοί. Ακόμη και οι δεινοπαθήσαντες επί του μεταξικού καθεστώτος κομμουνιστές έσπευσαν να συναγωνιστούν προς υπεράσπιση της πατρίδας. Και αυτή η κατάσταση μέθης κράτησε ως τη λήξη του πολέμου (Απρίλιος 1941) τόσο στο μέτωπο, όσο και στα μετόπισθεν. Σήμερα πανηγυρίζοντες το τελευταίο για τον εντός Ελλάδος ελληνισμό έπος (τελευταίο του ελληνισμού είναι αυτό της ΕΟΚΑ) απέχουμε πολύ από το να κατανοούμε το πνεύμα αυτών που θυσιάστηκαν, για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι να προσβάλλουμε βάναυσα τη μνήμη τους. Ίσως ακριβώς επειδή δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσουμε αντικειμενικά την κατρακύλα μας, στρεφόμαστε εναντίον των ηρώων μας και προβάλλουμε αντιηρωικά πρότυπα, τα οποία δικαιώνουν την κατάντια μας.

Το πρώτο πρότυπο είναι ο ψευδής φιλειρηνισμός. Κάποιοι, πάντοτε και από παντού απόντες στους αγώνες του έθνους, ωθούν τους νέους στο να επιλέξουν, ανάμεσα στον πόλεμο και στον έρωτα, τον δεύτερο. Έτσι εμμέσως πλην σαφώς επιβάλλεται η ψευδής αντίληψη ότι οι πολεμιστές του 40 ήσαν πολεμοχαρή τέρατα! Η διάψευση έρχεται καυστική από το στόμα της Βέμπο στο τραγούδι της «μας χωρίζει ο πόλεμος». Εκεί ο ερωτευμένος νέος καλεί την αγαπημένη του να αποδεχθεί ότι τον χωρισμό τους επιβάλλει η προάσπιση των μεγάλων ιδανικών της φυλής. Ασφαλώς και εκείνος ήθελε να μείνει κοντά της και να χαρεί την ειρήνη, είχε όμως ιεραρχήσει ορθά τα του βίου. Δεν τον έστελναν άλλωστε στο Βιετνάμ, για να λιποτακτήσει, όπως ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Κλίντον! Και τότε ερωτεύονταν οι νέοι, όπως οι νέοι κάθε εποχής. Όμως είχαν βαθειά την επίγνωση, λόγω της παιδείας τους, ότι υπάρχουν πράγματα ανώτερα από τον έρωτα. Σήμερα οι νέοι δεν ερωτεύονται στην πλειοψηφία τους. «Απολαμβάνουν» το αχαλίνωτο σέξ, το οποίο φορές τους εξωθεί ακόμη και στη διαστροφή. Και πρέπει να τονίσουμε ότι είναι η λεγόμενη ανανεωτική αριστερά (για μένα μη αριστερά), η οποία πρωταγωνίστησε στην μεταβολή των αντιλήψεων της ελληνικής νεολαίας κατά τη μεταπολίτευση. Η εξ ίσου ανερμάτιστη συντηρητική παράταξη υπολόγιζε το πολιτικό κόστος.

Πήγαν λοιπόν οι νέοι μας, νιόπαντροι, αρραβωνιασμένοι, ερωτευμένοι και αγωνίστηκαν. Κάτω από ποιες συνθήκες; Όχι ασφαλώς κάτω από αυτές, που περιγράφονται σε άλλο τραγούδι της Βέμπο. Ο ήλιος δεν έκαιγε και είχαν δίκαιο οι Ιταλοί να μιλούν για χιόνια. Χιόνια πυκνά συνοδευόμενα από άγρια ξεροβόρια. Και οι άνδρες μας ήσαν υποχρεωμένοι να προχωρούν κάτω από άκρως αντίξοες συνθήκες χωρίς επαρκή επιμελητεία, άυπνοι, νηστικοί, παγωμένοι, ψειριασμένοι. Δεν γνωρίζουμε, οι πολλοί, πόσοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν γνωρίζει το κράτος ούτε πού θάφτηκαν αυτοί, ώστε να εκπληρώσει το ελάχιστο καθήκον του, να περισυλλέξει δηλαδή τα οστά τους και να τα φέρει σε αξιοπρεπές κενοτάφιο. Όσοι είχαν την «τύχη» να σκοτωθούν στην έκταση των χωριών του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού θάφτηκαν κανονικά και μαυροφορεμένες γυναίκες άναβαν για δεκαετίες κερί στον τάφο τους. Οι άλλοι αναμένουν ακόμη να εκπληρώσουμε το χρέος μας. Αλλά εμείς θέτουμε άλλες προτεραιότητες. Δεν ασχολούμαστε με τους συμπατριώτες μας, που δεινοπαθούν από τον εξωκινούμενο αλβανικό εθνικισμό, με νεκρούς θα ασχοληθούμε; Μπορούμε εμείς, που ανήλθαμε στην πρώτη θέση παιδικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη, να κατανοήσουμε πώς είναι να πολεμάς νηστικός; Μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει να είσαι υποχρεωμένος να κρατάς ένα ύψωμα τη νύχτα που ο υδράργυρος έχει ταπεινωθεί κάτω από τους είκοσι βαθμούς υπό το μηδέν και έχεις την προειδοποίηση ότι όποιος κοιμηθεί, δεν θα ξαναξυπνήσει; Οι λίγοι νέοι ακόμη και όταν βγαίνουν να γράψουν κάποιο σύνθημα «ανατρεπτικό» στον τοίχο, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα υποστούν ουδεμία συνέπεια, ενημερώνονται για τον καιρό. Όσο για τους πολλούς φυλάγουν «Θερμοπύλες» στα ξενυχτάδικα. Αυτό τους μάθαμε να κάνουν και το κάνουν πολύ καλά!

Πώς να κατανοήσουν τι σημαίνει κροτάλισμα του πολυβόλου, αεροπορική επίθεση, κρυοπάγημα ή ψείρα; Όλα έχουν ευτελιστεί τόσο στη μικρή οθόνη, όσο και στο «παιδικό» παιχνίδι, στα οποία το αίμα και ο θάνατος αποτελούν μέσα σύγχρονης διασκέδασης, προβαλλόμενα από τους άπληστους για κέρδη εμπόρους του θανάτου. Και για να αποφορτιστούν οι μαθητές από τις καθημερινές σκηνές αγριότητας, που παρακολουθούν, οι παιδαγωγοί του θλιβερού ινστιτούτου της τσακισμένης παιδείας μας, παραθέτουν στα αναγνωστικά πληθώρα ευτελών θεμάτων μαγειρικής, ώστε οι διδασκόμενοι να αποδεχθούν στο τέλος ότι οι σεφ είναι οι μεγαλύτεροι ήρωες. Ο πατριωτισμός έχει ποινικοποιηθεί, προκειμένου η «δημοκρατία» της μεταπολίτευσης να τιμωρήσει την ξενοκίνητη χούντα, η οποία υπηρέτησε τα ίδια αφεντικά, που υπηρετούν και οι «δημοκράτες» των ημερών μας! Όσο για τη θρησκευτική πίστη, η οποία χαλύβδωνε τους πολεμιστές του 40, όλες οι δυνάμεις πασχίζουν να την ξεριζώσουν από τις ψυχές του λαού μας. Ας μη παραξενευόμαστε, γιατί μας πλήττουν συμφορές. Θα μας πλήξουν και άλλες, ώσπου να συνέλθουμε. Και είμαι βέβαιος ότι κάποτε θα συνέλθουμε.

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.