Η αλληλογραφία της Βουλής, η διαμεσολάβηση των διπλωματών και το «άδειασμα» των ελβετών τραπεζιτών

http://vstatic.doldigital.net/vimawebstatic/11FE6EDC6A891AD9939AF44C63153ABE.jpgΜε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος «φιάσκου» μοιάζει η απόπειρα της Βουλής να πείσει τις ελβετικές αρχές να προχωρήσουν στο άνοιγμα τυχόν τραπεζικών λογαριασμών ελλήνων βουλευτών. Η φιλόδοξη ιδέα του πρώην Προέδρου της Βουλής κ. Φ. Πετσάλνικου είχε άδοξη κατάληξη, όπως προέκυψε από την αρνητική απάντηση της Ενωσης Ελβετών Τραπεζιτών που στάλθηκε στη Βουλή εδώ και κάτι μήνες και η οποία κοινοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση μόλις πριν από λίγες ημέρες. Ετσι, αποδείχθηκε ότι ήταν… άνθρακες ο πολυδιαφημισμένος «θησαυρός», παρά τη σπουδή που επέδειξε η Βουλή συγκεντρώνοντας 233 αιτήσεις-εξουσιοδοτήσεις βουλευτών και 100 επιπλέον από τις/τους συζύγους τους, με τις οποίες ζητούσαν να ελεγχθεί η τυχόν ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών τους και η άρση του απορρήτου.

Ο υπερβάλλων ζήλος που επιδείχθηκε στην προσπάθεια να διασωθεί η (τρωθείσα) τιμή και υπόληψη των πολιτικών και η διαδικασία που ακολουθήθηκε, όπως φαίνεται μέσα από την αλληλογραφία ανάμεσα στα δύο μέρη, καταδεικνύουν τα νομικά αδιέξοδα εντός των οποίων κινήθηκε η ελληνική πλευρά και την πλάνη που καλλιεργήθηκε οδηγώντας τελικώς στο αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, στον διασυρμό.

Στις 10 Απριλίου 2012, την ημέρα που η Βουλή διέκοπτε τις εργασίες της για τις πασχαλινές εορτές και τις εκλογές, ο κ. Πετσάλνικος ενημέρωνε την Ολομέλεια ότι «η εξουσιοδότηση για έλεγχο (των λογαριασμών) στέλνεται στην Ελβετία διά της διπλωματικής οδού» και διαβεβαίωνε ότι «η διαδικασία έχει πάρει τον δρόμο της». Εξουσιοδοτήσεις είχαν δώσει όλοι πλην της ΝΔ, η οποία είχε δηλώσει ότι η πρωτοβουλία ήταν προσχηματική και ανεδαφική και ενός ακόμη βουλευτή: του κ. Θ. Πάγκαλου, αντιπροέδρου τότε της κυβέρνησης, τον οποίο είχε εξοργίσει η απαξιωτική, όπως τη θεωρούσε, πρωτοβουλία Πετσάλνικου. Είχαν προηγηθεί αρκετές εβδομάδες έως ότου συγκεντρωθούν οι εξουσιοδοτήσεις, καθώς είχε κριθεί ότι βάσει του ελβετικού Δικαίου για να ελεγχθεί η τυχόν ύπαρξη λογαριασμών ελλήνων βουλευτών και να αρθεί το τραπεζικό απόρρητο θα έπρεπε να αποστέλλονταν εξουσιοδοτήσεις ενός εκάστου των βουλευτών και όχι μέσω τρίτου.

Υπήρξαν και σχετικές συνεννοήσεις με την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών και με την Τράπεζα της Ελλάδος ώστε να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της όλης διαδικασίας. Ολα λοιπόν έμοιαζαν καλά προετοιμασμένα και νομικά κατοχυρωμένα. Ετσι, μέσω του υπουργείου Εξωτερικών απεστάλησαν οι 233 + 100 εξουσιοδοτήσεις στους ελβετούς τραπεζίτες. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα, στις 25 Απριλίου 2012, η Ενωση Ελβετών Τραπεζιτών ενημέρωνε με e-mail τη Βουλή ότι δεν είναι δυνατόν να προωθεί τέτοια αιτήματα στο σύνολο των μελών της, δηλαδή σε όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην ελβετική συνομοσπονδία, όπως ζητούσε το σχετικό έγγραφο που είχε αποστείλει εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων ο τότε αρμόδιος για τον έλεγχο των οικονομικών των βουλευτών κ. Ευ. Αργύρης. Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά. Επρεπε να γίνει κάτι ώστε να μεταπειστούν οι Ελβετοί.

Ετσι, άρχισαν τα e-mails από την πλευρά της Βουλής διά του γενικού γραμματέα της κ. Αθ. Παπαϊωάννου, ο οποίος κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να μεταπείσει την ελβετική πλευρά δίχως όμως αποτέλεσμα. Ετσι, με νέο e-mail που στάλθηκε στις 11 Μαΐου 2012 στον γενικό γραμματέα από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Ενωσης Ελβετών Τραπεζιτών κ. Claude-Alain Margelisch του γνωστοποιούνταν ότι παρά το γεγονός ότι οι εξουσιοδοτήσεις είναι υπογεγραμμένες από τον κάθε βουλευτή ξεχωριστά, η Ενωση που εκπροσωπεί δεν είναι αρμόδια να τις παραλάβει και αντ’ αυτού συνέστησε να χρησιμοποιήσει η Βουλή «την επίσημη διπλωματική οδό, πράγμα που σημαίνει ότι η ελληνική πρεσβεία θα πρέπει να επικοινωνήσει με το ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών».

Ο γενικός γραμματέας της Βουλής, στενός συνεργάτης του κ. Πετσάλνικου από την εποχή που ήταν υπουργός Δικαιοσύνης, στέλνει επιστολή στις 16 Μαΐου 2012 στον πρέσβη μας στη Βέρνη κ. Ι. Μουρίκη και τον ενημερώνει για τα καθέκαστα, δηλαδή για το ότι η ελβετική πλευρά «θεωρεί εαυτή αναρμόδια για να διαβιβάσει στις ελβετικές τράπεζες τις αιτήσεις των βουλευτών που έχουν αποσταλεί». Και του ζητούσε να έλθει σε επαφή με το ελβετικό ΥΠΕΞ «προκειμένου να παραδοθούν σε αυτό οι σχετικές αιτήσεις για περαιτέρω προώθηση προς τις ελβετικές τράπεζες».

Την επομένη ημέρα κιόλας, 17 Μαΐου 2012, ο πρέσβης απέστειλε στο ελβετικό υπουργείο Εξωτερικών το αίτημα της Βουλής ζητώντας να προωθηθούν αρμοδίως προς όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας οι αιτήσεις για έλεγχο και άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών εφόσον αυτοί υφίσταντο. Αυτό που έκανε το ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών ήταν να προωθήσει το αίτημα αυτό προς την Ενωση των Ελβετών Τραπεζιτών, η οποία δήλωσε εκ νέου αναρμόδια να το παραλάβει. Ετσι, όπως ενημέρωνε εγγράφως στις 24 Ιουλίου 2012 τον γενικό γραμματέα της Βουλής, «δεν είναι στην πολιτική της Ενωσης Ελβετών Τραπεζιτών να διαβιβάζει τέτοια αιτήματα με το εν λόγω γενικό περιεχόμενο προς το σύνολο των μελών μας». Και υποδείκνυε προς τους βουλευτές να έλθουν απευθείας σε επαφή «με τις τράπεζές τους σε περίπτωση που διατηρούν λογαριασμούς στην Ελβετία». Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφερόταν, «οι ελβετικές τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να επιβεβαιώνουν ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο δεν διαθέτει λογαριασμό σε αυτές».

Τα λάθη που οδήγησαν στην αποτυχία
Ηταν απλώς νομική πλάνη στην οποία περιέπεσε η Βουλή από κεκτημένη ταχύτητα, καθιστώντας εαυτόν θεσμικά έκθετο, ή ένα «παιχνίδι» πολιτικού εντυπωσιασμού, καθώς πολλοί προεξοφλούσαν ότι η τραπεζική εχεμύθεια που ισχύει στην Ελβετία και οι περιορισμοί που υφίστανται δεν άφηναν περιθώρια για άνοιγμα λογαριασμών που ουδείς μάλιστα γνώριζε αν και ποιους αφορούσαν; Η αλήθεια είναι ότι ο τότε αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Αργύρης είχε απευθυνθεί από τις 21 Δεκεμβρίου 2011 (έναν μήνα μετά τις δηλώσεις του ομογενούς βουλευτή του ελβετικού Κοινοβουλίου κ. Ι. Ζησιάδη περί ύπαρξης καταθέσεων ελλήνων πολιτικών σε ελβετικές τράπεζες) στο Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου (ΕΙΔΑΔ), ζητώντας να τον πληροφορήσουν αν προβλέπεται η άρση του τραπεζικού απορρήτου με τη βούληση ή χωρίς τη βούληση των ενδιαφερομένων και υπό ποίους όρους.

Στη γνωμοδότηση του Ινστιτούτου (Ιανουάριος 2012) διαπιστωνόταν αναφορικά με την άρση του τραπεζικού απορρήτου με τη βούληση του δικαιούχου ότι «το τραπεζικό απόρρητο αποτελεί κατ’ ουσίαν δικαίωμα (ιδιωτικού δικαίου) του δικαιούχου πελάτη της τράπεζας». Ως εκ τούτου, εξαγόταν το συμπέρασμα ότι «ο πελάτης της τράπεζας έχει την ευχέρεια να παραιτηθεί του δικαιώματος αυτού με κάθε νόμιμο τρόπο» και στην περίπτωση αυτή η τράπεζα «δεν έχει δικαίωμα να εγείρει αντιρρήσεις». Ετσι αναφερόταν ότι «αν πελάτης της τράπεζας με δήλωση βουλήσεώς του απευθυντέα προς συγκεκριμένη τράπεζα ζητήσει την άρση του απορρήτου υπέρ κάποιου κατονομαζόμενου τρίτου προσώπου (ακόμη και ΝΠΔΔ ημεδαπής ή αλλοδαπής), η τράπεζα όχι απλώς έχει την εξουσία, αλλά και υποχρεούται να άρει το απόρρητο».

Αυτό πάντως που προκύπτει από τις επισημάνσεις των νομικών είναι ότι το σχετικό αίτημα για άρση του τραπεζικού απορρήτου αφορά αφενός δικαιούχους συγκεκριμένων, άρα υπαρκτών λογαριασμών και αφετέρου συγκεκριμένες τράπεζες στις οποίες και πρέπει να απευθύνεται (το αίτημα) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να έχει τη μαζική και αόριστη μορφή που πήρε το ελληνικό αίτημα, το οποίο έμοιαζε περισσότερο με… έκκληση παρά με νομικά στοιχειοθετημένη (απ)αίτηση των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Οπως άλλωστε αναφέρουν ενημερωμένες πηγές, ουδέποτε ελβετική τράπεζα αρνείται να αποστείλει στοιχεία του καταθέτη της εφόσον ο κάτοχος του λογαριασμού την εξουσιοδοτήσει προς τον σκοπό αυτό.

Σταυρόπουλος Λάμπρος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.