Το θέμα των πρόσφατων φυσικών καταστροφών και ιδιαίτερα της φονικής πλημμύρας που έπληξε την Μάνδρα Δυτικής Αττικής, εξέτασαν κορυφαίοι επιστήμονες που εργάζονται στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, και συμμετέχουν στο 7ο ετήσιο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επιστημόνων για την Κοινωνική και Περιβαλλοντική Ευθύνη (ENSSER) που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το τριήμερο 22-24 Νοεμβρίου.

Oι επιστήμονες εξέφρασαν την συμπόνοια και την αλληλεγγύη του Ευρωπαϊκού Δικτύου στα θύματα των πρόσφατων καταστροφικών πλημμυρών στην Ελλάδα και υπογράμμισαν την ανάγκη να αναληφθεί κοινή δράση στην Ευρώπη, έτσι ώστε οι βλάβες που προκαλούνται από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον να εξαλειφθούν και να αντικατασταθούν από δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη. Συζήτησαν ακόμη για τους παράγοντες που επαύξησαν τη σφοδρότητα της καταστροφικής πλημμύρας, με ιδιαίτερη έμφαση στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής που διαπιστώνεται ολοένα και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια. Επίσης, αναφέρθηκαν σε παρόμοια φαινόμενα που έχουν παρατηρηθεί σε άλλα μέρη στον κόσμο και οφείλονται στους ίδιους κοινούς παράγοντες.

Η Ελλάδα, όπως τονίζουν στην ανακοίνωσή τους, είναι ένα από τα μέρη που επηρεάζονται περισσότερο από την επίδραση της κλιματικής αλλαγής. Είναι προφανές ότι στην κλιματική αλλαγή περιλαμβάνονται και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, όπως ο καύσωνας και η ξηρασία, τα οποία συνοδεύονται από έντονες βροχοπτώσεις και καταστροφικές πλημμύρες. Η Ελλάδα, σημειώνουν, μόλις βίωσε μια τέτοια αλληλουχία γεγονότων. Η ιστορική αυτή καταστροφική πλημμύρα ήταν το επακόλουθο ακραίων θερμοκρασιών το περυσινό και εφετινό καλοκαίρι, με θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου καθώς και της έντονης ξηρασίας. Αυτό δεν κόστισε μόνο σε ανθρώπινες ζωές αλλά κατέστρεψε και διατάραξε τις ζωές πολλών ακόμη συνανθρώπων μας.

Ένα γεγονός όπως η πρόσφατη πλημμύρα στην Ελλάδα, τονίζουν, δεν μπορεί να αποκαλείται «φυσική καταστροφή» και να παραγνωρίζονται οι ανθρωπογενείς αιτίες που επιδεινώνουν τέτοια φαινόμενα. Για παράδειγμα, η επιστήμη παρέχει αρκετά στοιχεία που αμφισβητούν το κυρίαρχο μοντέλο βιομηχανικής γεωργίας που βασίζεται στη χρήση χημικών και την μονοκαλλιέργεια. Υπάρχουν πολλές ανεπιθύμητες επιπτώσεις που οφείλονται στην εντατική εφαρμογή αυτού του μοντέλου, από την διάβρωση του εδάφους που επιδεινώνει τις πλημμύρες έως την εξάπλωση της χρήσης φυτοφαρμάκων που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές και πολλές φορές ευθύνονται και για καρκινογενέσεις. Αυτές οι δυσμενείς επιπτώσεις παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά από ανεξάρτητους επιστήμονες, όμως αργότερα έγιναν αποδεκτές και από επίσημους επιστημονικούς φορείς.

Ειδικότερα, τα θέματα αυτά αποτέλεσαν το αντικείμενο ημερίδας με τίτλο «Γεωργία και Υγεία – Το «πρασίνισμα» της Ευρώπης και οι ευκαιρίες για την Ελλάδα», την οποία διοργάνωσαν από κοινού στην Αθήνα το Μαργιολοπούλειο Καναγκίνειο Ίδρυμα για τις Περιβαλλοντικές Επιστήμες μαζί με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιστημόνων για την Κοινωνική και Περιβαλλοντική Υπευθυνότητα (ENSSER) στις 24 Νοεμβρίου.

Όπως τονίζει η Angelika Hilbeck, ιδρυτικό μέλος του Δικτύου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, «το ευρωπαϊκό δίκτυο ENSSER είναι μια πολύ-επιστημονική, μη-κερδοσκοπική οργάνωση, στην οποία συμμετέχουν επιστήμονες που εργάζονται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στους τομείς του περιβάλλοντος και της υγείας, σε μία περίοδο κατά την οποία παρατηρούμε ότι η επιστήμη έχει κάνει βήματα πίσω μπροστά στα ιδιωτικά συμφέροντα που κυριαρχούν στην αγροτική παραγωγή και στη χρήση χημικών και φυτοφαρμάκων». Το ENSSER, τονίζει η κα Hilbeck, ιδρύθηκε το 2009 και ο ρόλος του είναι να στηρίζει μελέτες και να παρέχει επιστημονικά στοιχεία προκειμένου να ενημερώνονται οι φορείς χάραξης πολιτικής και να ασκείται πίεση στις ρυθμιστικές αρχές να εγκαταλείψουν κανονισμούς που προωθούν και ανέχονται την μόλυνση του περιβάλλοντος και των οργανισμών μας.

Το ENSSER παρέχει, επίσης, στην ΕΕ και στα κράτη μέλη της, επιστημονικά στοιχεία που τονίζουν την ευθύνη που έχουν να σχεδιάζουν πολιτικές που μετριάζουν την κλιματική αλλαγή και ανταμείβουν πρακτικές χρήσης γης, συμπεριλαμβανομένων αγροτικών πολιτικών που: (1) αποκαθιστούν την ποιότητα του εδάφους, όπως η αγρο-οικολογία, (2) προστατεύουν την ακεραιότητα των εναπομεινάντων οικοσυστημάτων, όπως η οικολογική αποκατάσταση των λεκανών απορροής, (3) αυξάνουν την ανθεκτικότητα σε ακραία καιρικά φαινόμενα.

Όπως επισημαίνει το Δίκτυο ENSSER η Ελλάδα έχει μία εξαιρετική ευκαιρία: Να υιοθετήσει πολιτικές για μελλοντικά ασφαλή οικολογικά γεωργικά συστήματα, καθώς δεν έχει ακόμη εκβιομηχανίσει σε μεγάλο εύρος την γεωργία της όπως έχει συμβεί σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Σε αυτόν τον τομέα, κρίσιμη είναι μία πανευρωπαϊκή υποστήριξη για την ενσωμάτωση αειφόρων γεωργικών πολιτικών στην επικείμενη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.

 

 

iefimerida

loading…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.