Ξέρετε ότι μία παλαιότερη έρευνα, του New England Centenarian Study, βρήκε ότι οι γυναίκες που απέκτησαν παιδιά μετά την ηλικία των 40 ετών είχαν 4 φορές περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν μέχρι τα 100 σε σχέση με τις γυναίκες που απέκτησαν το τελευταίο τους παιδί σε μικρότερη ηλικία; Επίσης, μια μελέτη, της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Βοστώνης, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Menopause, ανακάλυψε ότι οι γυναίκες που γέννησαν με φυσικό τρόπο μετά την ηλικία των 33 ετών είχαν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν μέχρι τα βαθιά γεράματα σε σχέση με αυτές που έκαναν το τελευταίο τους παιδί μέχρι την ηλικία των 30 ετών.

Οι ερευνητές υποψιάζονται ότι το DNA των γυναικών που αποκτούν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία μπορεί να περιλαμβάνει γενετικές διαφοροποιήσεις που επιβραδύνουν τη γήρανση και μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών οι οποίες πλήττουν μεταξύ άλλων και τη γονιμότητα. Οι γυναίκες επομένως που έχουν στο DNA τους τέτοιες διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν πιθανώς να έχουν την ικανότητα να διατηρήσουν την αναπαραγωγική τους ικανότητα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ενισχύοντας τις πιθανότητές τους να κληροδοτήσουν στα παιδιά που αποκτούν τα «καλά» τους γονίδια.

Είναι πιθανό, επίσης, τα ίδια γονίδια που οδηγούν σε μακροζωία να επηρεάζουν και την γονιμότητα πράγμα που ίσως σημαίνει ότι γυναίκες που συνεχίζουν να είναι γόνιμες στα σαράντα και στα πενήντα έχουν τη γενετική προδιάθεση να ζήσουν περισσότερο. Τα «ευνοϊκά» γονίδια που κληρονομεί μια γυναίκα, σε συνδυασμό με την καλή διατροφή και έναν υγιεινό τρόπο ζωής μπορεί να συντελέσουν στο να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους μέχρι τη μέση ηλικία και να ζήσουν περισσότερο.

Τι γίνεται, όμως, στις μέρες μας, που όλο και περισσότερες γυναίκες αποκτούν παιδιά μετά την ηλικία των 40, πολλές φορές με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Έχουν κι αυτές τις ίδιες πιθανότητες να ζήσουν περισσότερο; Τι έχει να πει πάνω σ’ αυτό ο Δρ. Θάνος Παράσχος, ειδικός σε θέματα γονιμότητας και διευθυντής του κέντρου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής EmBIO; Όπως εξηγεί, μέχρι σήμερα η επιστημονική κοινότητα δεν έχει κατορθώσει να ταυτοποιήσει τις γενετικές διαφοροποιήσεις που κάνουν κάποιες γυναίκες να γερνάνε πιο αργά και ότι υπάρχει ακόμη δρόμος μέχρι οι επιστήμονες να διερευνήσουν περαιτέρω τις γενετικές επιδράσεις στην αναπαραγωγική υγεία, καθώς και το πώς μπορεί αυτές να επηρεάζουν τη γήρανση και την ευαισθησία σε ασθένειες που σχετίζονται με αυτήν. Αξιοσημείωτο, πάντως είναι ότι η έρευνα έχει στραφεί τα τελευταία χρόνια προς αυτό το πεδίο, ελέγχοντας τα  γονίδια που σχετίζονται με την αναπαραγωγική ικανότητα και ταυτόχρονα επηρεάζουν το ρυθμό γήρανσης. Παρόλα αυτά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δρ. Παράσχος: «Έχουμε διαπιστώσει από την εμπειρία μας ότι οι γυναίκες που γίνονται μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία φροντίζουν για την υγεία τους, αποκτούν υγιείς διατροφικές συνήθειες και γενικά προσέχουν περισσότερο τον εαυτό τους. Και ποιος είναι ο λόγος που τα κάνουν όλα αυτά; Ίσως γιατί επιδιώκοντας να έχουν μια πολύ καλή υγεία, να διασφαλίσουν περισσότερο και ποιοτικότερο χρόνο, για να φροντίζουν τα παιδιά τους». Βέβαια, όπως τονίζει ο κορυφαίος ειδικός στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, Δρ. Παράσχος, αυτό δεν μπορεί ν’ αποτελεί άλλοθι για μια γυναίκα, ώστε ν΄ αναβάλλει τη μητρότητα. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η γυναικεία υπογονιμότητα συνδέεται με την ηλικία, πράγμα που σημαίνει ότι μετά την ηλικία των 40 μειώνονται οι πιθανότητες «να συλλάβει», με αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό να χρειαστεί να καταφύγει σε κάποια θεραπεία υπογονιμότητας για να αποκτήσει παιδί.

 

iefimerida

loading…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.