Αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,5% προβλέπει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, εξαιτίας της παράτασης της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης.

«Ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμούμε ότι θα κυμανθεί γύρω από το +0,5% (πρόβλεψη Μαρτίου 2017), αντί για 1,5%, που ήταν η πρόβλεψη μέχρι τώρα, και 2,7%, που ήταν η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 2016), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Φεβρουάριος 2017) και του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2016). Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, στις χαμηλότερες επενδύσεις, στις χαμηλότερες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και στις υψηλότερες εισαγωγές σε σχέση με αυτές που αναμένονταν», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ΟΕΕ.

Η βασική αιτία διαφοροποίησης των προβλέψεων θα πρέπει να αποδοθεί κατ’ αποκλειστικότητα στην παράταση της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, τονίζει το ΟΕΕ. Και προσθέτει ότι η αβεβαιότητα που έχει προκληθεί στη χώρα από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έχει υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, το οποίο αποτυπώνεται στην πραγματική οικονομία.

Το Οικονομικό Επιμελητήριο επισημαίνει ακόμη ότι από την αρχή του έτους διαπιστώνεται μία σειρά από αρνητικά γεγονότα, αναφέροντας τη σημαντική πτώση των καταθέσεων, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν 18.700 επιχειρήσεις, οι οποίες ενδέχεται να βάλουν «λουκέτο» στο πρώτο εξάμηνο του έτους, αλλά και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Αναλυτικά αναφέρει σχετικά:

«Δυστυχώς, όμως, αυτή τη φορά, η επιμήκυνση των διαπραγματεύσεων συμπίπτει με ένα εξαιρετικά περίπλοκο διεθνές περιβάλλον και με μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία, αφού τουλάχιστον θεωρητικά ετοιμαζόταν να προχωρήσει προς την ανάκαμψη για το 2017 και το 2018, η οποία αρχικά προβλεπόταν ότι θα κινηθεί σε ένα εύρος από 1,5% έως 2,7% για τη φετινή χρονιά. Όμως, από την αρχή του έτους, διαπιστώνεται μια σειρά από αρνητικά γεγονότα:

α) οι καταθέσεις σημειώνουν μια αναπάντεχη σημαντική πτώση (περίπου 2,3 δισ. ευρώ), που τους εξάλειψε το θετικό πρόσημο, που είχαν κερδίσει το 2016, κυρίως από τα νεοεισερχόμενα κεφάλαια, που μπορούσαν να επανεξαχθούν. Οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 3,1% τον Ιανουάριο του 2017 και κατά 2,9% το Φεβρουάριο. Πρόκειται για μείωση, που τις φέρνει στο χαμηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2001. Έτσι, αυξήθηκε η εξάρτηση των συστηματικών τραπεζών από τον κοστοβόρο ELA.

β) Το ποσοστό ανεργίας έχει σταθεροποιηθεί πολύ υψηλά στο 23,1% από το Σεπτέμβριο του 2016.

γ) Σε δύσκολη θέση βρίσκονται 18.700 επιχειρήσεις, οι οποίες ενδέχεται να αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο το πρώτο εξάμηνο του έτους, όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ – Φεβρουάριος 2017. Σύμφωνα, πάντα, με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο “κόκκινο”, συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο απώλειας 33.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Ήδη, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ, που επικαλείται η έρευνα, το χρονικό διάστημα Αύγουστος 2016 – Ιανουάριος 2017 διέκοψαν τη λειτουργία τους 18.410 επιχειρήσεις. (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).

Αξίζει να σημειωθεί η διαφορετική στάθμιση και χρονική επίπτωση στην ανεργία και στην απασχόληση από το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας επιχείρησης. Όταν κλείνει, δημιουργεί άμεση ανεργία, ενώ, όταν ανοίγει, ενδεχομένως θα κάνει στο μέλλον προσλήψεις.

δ) Με ταχύτατους ρυθμούς αυξάνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο τα οποία τον Ιανουάριο 2017 σημείωσαν άλμα 1,630 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των οφειλετών με «ανοίγματα» σε 4.173.206. Πρακτικά, ένας στους δύο φορολογούμενους χρωστούν στο Δημόσιο, ενώ δύο στους δέκα (στο σύνολο των 8,5 εκατομμυρίων) είναι εκτεθειμένοι σε κατασχέσεις (ΑΑΔΕ).

Στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2017, αποπληρώθηκαν μόλις 78 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της μη λήψης της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ, που συνοδεύει τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος. Να σημειωθεί πως από τα 6,1 δισ. ευρώ της εκκρεμούσας δόσης τα 1,7 δισ. ευρώ θα αφορούσαν στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Όσο η αξιολόγηση παρατείνεται τόσο και τα χρέη του Δημοσίου προς τους ιδιώτες αυξάνονται (ΤτΕ).

ε) Ο ευρύτερος δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ σημείωσε τον Φεβρουάριο την υψηλότερη μηνιαία πτώση, που έχει καταγραφεί τους τελευταίους 12 μήνες. Ο επιμέρους δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή βρέθηκε το Φεβρουάριο σε χαμηλό 10 μηνών και κατέγραψε μάλιστα τη δεύτερη χαμηλότερη επίδοσή του κατά τα τελευταία 3,5 έτη.

στ) Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα υποχώρησε το πρώτο δίμηνο του 2017 στα 1,1 δισ. ευρώ από 2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο δίμηνο του 2016.

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτά τα αρνητικά πρόδρομα δε θα σταθούν ικανά να οδηγήσουν ξανά σε ύφεση την Ελληνική οικονομία το 2017. Στο σημείο, όμως, που βρισκόμαστε, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι θα πρέπει να αναμένουμε μια υποβάθμιση των δεικτών της οικονομίας για το 2017 τουλάχιστον όσον αφορά στις διακηρυγμένες προβλέψεις του ΔΝΤ, της κυβέρνησης.

Έτσι, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμούμε ότι θα κυμανθεί γύρω από το +0,5% (πρόβλεψη Μαρτίου 2017), αντί για 1,5%, που ήταν η πρόβλεψη μέχρι τώρα, και 2,7%, που ήταν η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 2016), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Φεβρουάριος 2017) και του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2016). Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, στις χαμηλότερες επενδύσεις, στις χαμηλότερες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και στις υψηλότερες εισαγωγές σε σχέση με αυτές που αναμένονταν».

 

iefimerida

loading…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.