δεκεγ 23 ΖΙΩΓΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑΚάθισα , πριν πολλά χρόνια, συλλογισμένος και πολύ προβληματισμένος σ΄ένα παγκάκι στο προαύλιο της εκκλησίας που βρέθηκε στο δρόμο μου.

Ήμουν τότε 16 — 17 ετών.
Ο πατέρας μου μόλις είχε πεθάνει κι άφηνε πίσω του τη χήρα μητέρα μου, 29 ετών, και άλλα τρία παιδιά από 6 έως 15 χρόνων.
Εισόδημα μηδαμινό για τόση οικογένεια.
Μέχρι τότε συντηρούνταν με τις οικοδομικές εργασίες του πατέρα μου — που τελευταία ήταν κι αυτές δυσεύρετες, γιατί ο πατέρας μου ήταν φιλάσθενος — και από τη μητέρα μου που ξενοδούλευε από τα χαράματα.
Μετά τον ξαφνικό θάνατό του πατέρα μου όμως, η κηδεμονία του σπιτιού έπεφτε στους ώμους μου.
Μου το ζήτησε επίμονα και η μητέρα μου.
Έτσι στη σκέψη αυτού του βάρους, και με χίλιους μύριους συλλογισμούς, ένιωσα να μεγαλώνω απότομα.

Με πολιορκούσε δε γι΄αυτό η απελπισία.
Δεν έβρισκα λύση στο αδιέξοδο που δημιουργούσε η στο εξής απουσία του πατέρα μου.
Είχα βάλει το κεφάλι ανάμεσα στα δυο χέρια μου και βυθιζόμουν στις σκέψεις, όταν ένιωσα ένα στοργικό χέρι να με χτυπάει στον ώμο.
Γύρισα και τον κοίταξα με έκπληξη.
Ήταν ο ιερέας του ναού.
Κάθισε δίπλα μου κι ανοίξαμε συζήτηση.
Η κουβέντα του ήταν τόσο φιλική, τόσο πατρική.
Του εκμυστηρεύτηκα τη θλίψη μου.
Τον προβληματισμό μου.
Αν έπρεπε να κάνω, όπως μου το ζητούσε η μητέρα και η συνείδησή μου, ή αν έπρεπε να προτιμήσω την προσωπική μου ζωή, που σχεδόν την είχα δρομολογήσει, αφήνοντας τους υπόλοιπους στην τύχη τους.
Έκανα στον ιερέα εντελώς απροετοίμαστος μια ειλικρινέστατη εξομολόγηση, ενώ τα μάτια μου βούρκωναν και ξαναβούρκωναν.
Απ΄όσα μου είπε κράτησα το λόγο του: ”Παιδί μου, από σήμερα ο Θεός είναι δυο φορές πατέρας για σένα και για την οικογένειά σου, την οποία σε συμβουλεύω να μην την εγκαταλείψεις.
Βρες μια οποιαδήποτε δουλειά — για καμιά δεν πρέπει να ντρέπεσαι, εφόσον είναι τίμια — , κάνε το σταυρό σου, μάθε να λες το”Πάτερ ημών” πολλές φορές τη μέρα και θα δεις ότι όλα θα τα βλέπεις και θα σου έρχονται καλύτερα.
Κι εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω σε κάθε σου δυσκολία”.

Έφυγα ανακουφισμένος, ενώ στη συνέχεια μια αγαλλίαση και συγκίνηση κατέκλυζαν την ψυχή μου.

Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, μπορώ να καταθέσω από ψυχής ότι πράγματι ο Θεός είναι ο μεγάλος Πατέρας, που παρακολουθεί άγρυπνα και στοργικά τα βήματά μας.
Μόνο που χρειάζεται στα διλήμματα που μας θέτει η καθημερινότητα να Τον προτιμούμε και να Τον ακούμε, για να αντιλαμβανόμαστε τη σκιά που δημιουργεί η αγάπη Του μέσα στο λιοπύρι της ζωής.
Αλλά και με απέραντη ευγνωμοσύνη θα θυμάμαι το χέρι εκείνου του πνευματικού πατέρα — που τώρα αναπαύεται στους ουρανούς — που με χτύπησε στοργικά στον ώμο και μου τόνισε και με τα λόγια του και με τη δική του συμπαράσταση ότι ο Θεός είναι ο μεγάλος και δυνατός Πατέρας.
…………………………………….
Η παραπάνω ιστορία μου έδωσε την αφορμή για το άρθρο αυτό.
Και γιατί επίσης πιστεύω ότι κάθε χριστιανός — ιδιαίτερα όσοι έχουν συνειδητά θεάρεστη ζωή — μπορεί να καταθέσει ότι δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο δυνατό συναίσθημα, που να γεμίζει την ψυχή με τόση σιγουριά, όσο το να νιώθει κανείς το Θεό Πατέρα.

Μας το γνωρίζει ο Κύριός μας με την Κυριακή προσευχή.
Το ”Πάτερ ημών” δηλαδή.
Μας το διατρανώνει η παραβολή του άσωτου γιου.
Μας το ερμηνεύει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή (8, 14-17), που λέει: ” Πραγματικά, όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι παιδιά του Θεού.Γιατί το Πνεύμα που σας έδωσε ο Θεός δεν εμπνέει φόβο για το Θεό ούτε κάνει τους ανθρώπους δούλους, αλλά παιδιά του Θεού.
Αυτό το Πνεύμα μάς δίνει το θάρρος να λέμε το Θεό:” Πατερούλη, πατέρα μου! ”.Και το ίδιο το Πνεύμα του Θεού διαβεβαιώνει το δικό μας πνεύμα πως είμαστε παιδιά του Θεού”.

Αυτό βέβαια το πιστοποιεί και κάθε άγιος.

Πατέρας μας ο Θεός…
Τόσο κοντά μας ο αψηλάφητος Δημιουργός, όταν έχουμε μέσα μας το πνεύμα του Υιού Του, όταν η ψυχή μας αναγαλλιάζει από Πνεύμα Άγιο.
Άγνωστο βίωμα για τους οπαδούς όλων των άλλων θρησκειών μέχρι σήμερα.
Και για τους προ Χριστού ανθρώπους.
Ήταν κοντά τους και τότε, αλλά ο πλανεμένος τους νους δε μπορούσε να το συλλάβει ούτε και η πωρωμένη τους καρδιά να το διαισθανθεί.

Υπάρχουν ωστόσο μια, δυο, τρεις…”προϋποθέσεις”, για να βιώσει κανείς το Θεό Πατέρα.
Να Τον διδαχθεί, να Τον αγαπήσει ολόψυχα, να Τον αναζητήσει, προσπερνώντας τα εμπόδια και τις δοκιμασίες που ο Ίδιος ως παιδαγωγός θα του έχει ορίσει, να μη δεχτεί συμβιβασμούς σε βάρος της συνειδήσεώς του, να βαδίσει με περίσσια σπουδή και σύνεση πάνω στις γραμμές και τα ίχνη που άφησε ο Εσταυρωμένος Κύριος και να καθαίρεται από ψυχοκτόνα πάθη, για να προσεγγίζει την απόλυτη αγιότητα που είναι ο Θεός.
Τότε μπορεί ως ολυμπιονίκης στον πνευματικό στίβο να αναφωνεί το ”νενίκηκά σε, πονηρέ” και να ανακράζει το ”αββά, ο πατήρ”, ” πατερούλη μου, πατέρα”.

Πόση τρυφερότητα κρύβεται σ΄αυτή τη σχέση μάς αφήνει να τη δούμε η παραβολή του ασώτου, όταν αυτός είχε φτάσει στον έσχατο ξεπεσμό.
Από αρχοντόπουλο χοιροβοσκός, από ελεύθερος σκλάβος, από πλούσιος πάμφτωχος.
Είχε εκτιμήσει ελάχιστα τον πατέρα του, όταν ήταν κοντά του.
Η ατίθαση φύση και η σφύζουσα νεότητά του ένιωθε πιεσμένη σιμά του.

Το πάθος αλλοιώνει πολύ την πραγματικότητα, όταν τυφλώνει το νου.

Ο πατέρας του τού φαινόταν δυνάστης, γιατί δεν τον άφηνε να αποδράσει από το σπίτι.
Και θα τα είχε όλα, αν έμενε κοντά του.
Και τώρα στη χώρα που ζήτησε να ζήσει μακριά από τον πατέρα του, κατάντησε να μην έχει τίποτε.
Μόνο η ελπίδα στην πατρική καρδιά τού απέμεινε.
Θυμάται τη φροντίδα του πατέρα του, την έγνοια που του είχε, το στοργικό του βλέμμα, τις συμβουλές του, τα αγαθά που κουράστηκε να του εξασφαλίσει, τους δούλους που διέθετε να τον περιποιούνται, τον πόνο του, όταν τον αποχαιρετούσε, και ίσως και τα λόγια του, ότι πάντοτε θα τον περιμένει.
Θυμάται ίσως και την ανόητη τότε δική του χαρά, γιατί θα έφευγε μακριά του, θα έσμιγε με τους φίλους του και θα χόρταινε διασκέδαση και γλέντι.
Όλα τόσο όμορφα του φάνταζαν εκείνες τις στιγμές.
Δεν ήξερε πόση πίκρα έκρυβαν όλα αυτά, πόση απογοήτευση, πόση μοναξιά, πόση βίωση της ερημιάς της ψυχής.
Τώρα έβλεπε τι είχε και τι έχασε.

Δυο δρόμοι άνοιγαν μπροστά του, ή της ψυχικής αυτοκτονίας με την τέλεια παράδοσή του στην αμαρτία και τα σπασμένα νεύρα ή της επιστροφής πάλι κοντά στον πατέρα, έστω ταπεινωμένος, τσακισμένος, κι ως δούλος ακόμα.
Ήταν βέβαιος ότι ο πατέρας του δε θα τον απέδιωχνε, δε θα τον αποδοκίμαζε, δε θα αγανακτούσε μαζί του, δε θα τον αρνιόταν.

Η στέρηση ορισμένων αγαθών είναι πάντα διδακτική και σωφρονίζει τον αλαζόνα εαυτό μας, το σκληρό εγωκεντρισμό μας, την αδικαιολόγητη επαναστατικότητά μας.

Κι όταν τέλος πάντων ανταμώνουν, ο πατέρας το γιο με τη συντριμμένη καρδιά και τη συγκλονιστική εξομολόγηση τον σπλαχνίζεται και τρέχει και πέφτει στον τράχηλό του και τον καταφιλάει και του βάζουν με εντολή του οι δούλοι τη στολή την πρώτη και του δίνουν δαχτυλίδι και υποδήματα και σφάζουν το θρεμμένο μοσχάρι και γλεντούν και γιορτάζουν την επιστροφή του.

Να ποιος είναι ο Θεός πατέρας.
Άρχοντας, άγιος, καθαρός, αμόλυντος, άσχετος με την αμαρτία, απρόσιτος, όμως και τόσο προσιτός και συγκαταβατικός, στοργικός και τρυφερός, σ΄όποιον Τον πλησιάσει με ειλικρίνεια.
Πλούσιος σε δωρεές για όποιον μείνει κοντά Του.

Σ΄αυτόν που φεύγει από κοντά Του σταματά με σεβασμό στις αποφάσεις του.
Του δίνει και το ”επιβάλλον μέρος της ουσίας”, ό,τι δηλαδή του αναλογεί απ΄ την περιουσία: τα ταλέντα, την υγεία, τα πλούτη, ανθρώπους που τον αγαπούν.
Όχι ωστόσο την ευλογία Του.
Ούτε τη συγκατάθεσή Του σ΄ό,τι κάνει.

Μας αφήνει όλους να πολιτευθούμε, όπως επιλέγουμε, περιμένοντας και πάλι την επιστροφή μας, διδασκόμενοι από την εμπειρία μας, αφού δε θέλουμε από το νόμο Του.
Κι αυτή η επιστροφή μπορεί να γίνει, εφόσον στο μεταξύ δεν έχει πωρωθεί η καρδιά και η συνείδησή μας.

Ο Θεός αναπαύεται σε δίκαιες, καθαρές ψυχές, αλλά και σε επιστρέφοντες με ειλικρίνεια κοντά Του αμαρτωλούς.
Κι όταν αποκατασταθεί αυτή η σχέση της ψυχής με το Θεό Πατέρα, οι ανασφάλειες του πιστού ίσως από την αρχή να μην εξαφανίζονται απόλυτα, μειώνονται όμως στο ελάχιστο.
Νιώθει το χέρι του να το κρατάει ο δυνατός Θεός.
Τους ορίζοντές του να πλαταίνουν.
Τη δίψα του για στοργή και αγάπη να σβήνει στη θαλπωρή του Πνεύματός Του που εκχύνεται στην καρδιά του.
Την επικοινωνία μαζί Του να γίνεται απλή συζήτηση.
Τότε Του αναθέτει και με απέραντη εμπιστοσύνη τα προβλήματα και τις έγνοιες του και περιμένει υπομονετικά και με σιγουριά την απάντησή Του.
Του ζητάει ό,τι θέλει, αλλά με ανάθεση του θελήματός του στη δική Του κρίση.
Με υποταγή στο δικό Του θέλημα.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου και να έχει αρνηθεί το κοσμικό του φρόνημα, που είναι ξένο απ΄αυτό του Θεού.
Όχι να αρνηθεί τους ανθρώπους, αλλά την αντίθεη νοοτροπία τους.

Δεν είναι εύκολη σίγουρα η απόκτηση αυτής της σχέσης.
Ανήκει σ΄εκείνους που επιμένουν, που αγωνίζονται, που δεν απελπίζονται, δεν συμβιβάζονται, δεν δίνουν τόπο στον πονηρό δαίμονα να κάνει κατάληψη στην ψυχή τους και σηκώνουν με τιμιότητα τον καθημερινό σταυρό τους.
Κι έτσι ο χριστιανός απολαμβάνει τους καρπούς της υιοθεσίας από το Θεό πατέρα μέσα στη χάρη του Ιησού του Κυρίου μας και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Κι είναι τότε που η καρδιά δε χορταίνει να αγαπάει, να συγχωρεί, να προσεύχεται, να κυριεύεται από άγιους πόθους.

Μακάρι σ΄αυτό το ξέφωτο να βγούμε όλοι οι χριστιανοί και να αξιωθούμε όλοι οι άνθρωποι αυτής της ευλογίας.
Που είναι η γνώση του αληθινού Θεού και πατέρα μας και που αυτή λείπει από τη γη μας.
Αμήν

Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.