http://2.bp.blogspot.com/-vrsDpw8OkAY/UQgTNMcsqhI/AAAAAAABjEU/6qQC8vqCd-Y/s1600/_%CE%A5%CE%A0%CE%9F%CE%A0%CE%A4%CE%95%CE%A3+%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%91%CE%9B%CE%9B%CE%91%CE%93%CE%95%CE%A3_001.jpg

Μεγάλα έσοδα για το κράτος κρύβουν οι αναφορές ύποπτων συναλλαγών από τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες συσσωρεύονται κατά χιλιάδες στις βάσεις δεδομένων της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Ενέργειες.

Από τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους «ΤΑ ΝΕΑ» φαίνεται πως τα τελευταία πέντε χρόνια πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο σχεδόν 3.000 αναφορές ανά έτος, ενώ μόνο τη διετία 2008-2009 δεν «ανοίχθηκαν», όπως προκύπτει από έκθεση διεθνούς εποπτικού φορέα, περισσότερες από 1.380 τέτοιες υποθέσεις.

Στην τελευταία έκθεσή του το ΔΝΤ κάνει λόγο για κάποια «νέα εργαλεία» τα οποία δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για την πάταξη της φοροδιαφυγής και την αύξηση των εσόδων της χώρας. «Κατά τις προσπάθειες καλύτερης χρήσης του ελληνικού μηχανισμού καταπολέμησης ξεπλύματος χρημάτων έχει παραχθεί μεγάλος αριθμός αναφορών ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή, αλλά αυτές οι εύκολα αξιοποιήσιμες πληροφορίες δεν έχουν αποτελέσει προτεραιότητα της φορολογικής διοίκησης», αναφέρεται στην έκθεση του Ταμείου που συντάχθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου του 2012.

ΔΙΩΞΗ  Ή ΑΡΧΕΙΟ. Σε έγγραφο της Τραπέζης της Ελλάδος επισημαίνεται ότι αναφορές ύποπτων συναλλαγών θα πρέπει να γίνονται όταν διαπιστώνονται μεταφορές κεφαλαίων σε τράπεζες εντός ή εκτός της χώρας με συγκεκριμένους τρόπους, όπως για παράδειγμα η συγκέντρωση μικρών ποσών σε λογαριασμό και η επικείμενη αποστολή  του συνόλου στο εξωτερικό. Επίσης, μπορεί να ακολουθείται η αντίστροφη πορεία: μεταφορές κεφαλαίων από το εξωτερικό προς πελάτη στην Ελλάδα, ο οποίος στη συνέχεια μεταφέρει τα ποσά σε τρίτους.

Ή καταθέσεις και αναλήψεις ασυνήθιστου ύψους σε μετρητά, αποπληρωμή δανείων χωρίς να γνωστοποιείται η πηγή των κεφαλαίων, λογαριασμοί που κλείνουν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από τότε που ανοίχτηκαν (ιδίως έπειτα από απαίτηση της τράπεζας για προσκόμιση των απαιτουμένων δικαιολογητικών) – ακόμη και «απροθυμία του πελάτη για την παροχή στοιχείων προκειμένου να διαμορφωθεί το οικονομικό/συναλλακτικό του προφίλ». Υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας των κρατικών Αρχών για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος, οι αναφορές εξετάζονται από ειδικές επιτροπές και αν κριθεί ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες παραπέμπονται στις αρμόδιες για τη δίωξη Αρχές, ειδάλλως μπαίνουν στο αρχείο. Αν πάλι διαπιστωθεί ότι πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω από άλλες Αρχές, π.χ. φορολογικές, η υπόθεση προωθείται εκεί.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν «ΤΑ ΝΕΑ» από την Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF), τον διεθνή οργανισμό που εποπτεύει τις κρατικές Αρχές καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, και από τις εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το ξέπλυμα χρήματος, στην Ελλάδα, έχουν πραγματοποιηθεί 19.371 αναφορές ύποπτων συναλλαγών από τον Απρίλιο του 1997 έως το τέλος του 2011. Οπως προκύπτει από αναφορές των εν λόγω φορέων η αξιοποίησή τους βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για περισσότερο από μία δεκαετία.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά την περίοδο 2001-2006, οπότε έφταναν στα γραφεία της ελληνικής Αρχής από 750 έως 1.200 αναφορές ετησίως, μόλις το 1,5% με 3,5% των υποθέσεων παραπεμπόταν στις εισαγγελικές Αρχές. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, η διαδικασία για τη μετάδοση των αναφορών παρέπεμπε στην εποχή του χαλκού: έπρεπε να παραδίδονται ιδιοχείρως στα γραφεία της Αρχής, με αποτέλεσμα τα παραρτήματα των τραπεζών στην επαρχία να αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες καθώς έπρεπε να αποστέλλουν τα έγγραφα με εκπροσώπους τους στην Αθήνα – μία κατάσταση η οποία συνεχίστηκε έως το τέλος της δεκαετίας.

Τα υπολογιστικά συστήματα, σύμφωνα με έκθεση της FATF το 2007, θεωρούνταν παλαιάς τεχνολογίας, το λογισμικό ανεπαρκές, ενώ η μία βάση δεδομένων ήταν γεμάτη από το 2003 και είχε πάρα πολύ περιορισμένες δυνατότητες αναζήτησης. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης των ελεγκτών της FATF – στο πλαίσιο της έκθεσης του 2007 – δεν κατέστη δυνατόν να επιθεωρηθεί μία άλλη βάση δεδομένων που χρησιμοποιείτο καθώς έλειπε με άδεια ο υπάλληλος που την χειριζόταν και οι άλλοι δεν είχαν πρόσβαση στις αναφορές.  Ζήτημα επίσης τέθηκε για το ανύπαρκτο Κτηματολόγιο και τα ελλιπή μητρώα επιχειρήσεων, τα οποία επίσης δυσχέραιναν τις έρευνες, αλλά και για τον περιορισμένο αριθμό οικονομικών αναλυτών που εξέταζαν τις υποθέσεις.

Ετσι, την περίοδο 2001-2006 το αποτέλεσμα ήταν να μπει στο συρτάρι η συντριπτική πλειονότητα των στοιχείων που έστελναν οι τράπεζες, οι επενδυτικές εταιρείες και οι υπόλοιπες υπόχρεες επιχειρήσεις: από το σύνολο των 5.476 αναφορών αρχειοθετήθηκαν προσωρινά ή μόνιμα οι 4.875.

«Οι υποθέσεις που έχουν τεθεί στο αρχείο είναι πλήρως αξιοποιήσιμες. Αρκετές φορές όσο βρισκόμουν στην υπηρεσία είχαμε ανασύρει αναφορές ύποπτων συναλλαγών και έπειτα από περαιτέρω έρευνα προέκυπταν αποτελέσματα. Κατά τη γνώμη μου μπορούν να υπάρξουν σημαντικά ευρήματα από την ανάσυρση τέτοιων υποθέσεων και την επεξεργασία των στοιχείων που έχουν αρχειοθετηθεί», επισημαίνει πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της Αρχής, που έχει χειριστεί πλήθος υποθέσεων. Αυτές οι ενέργειες προβλέπονται ξεκάθαρα και από τον νόμο για τη σύσταση της Αρχής, ο οποίος αναφέρει επί λέξει: «Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα».

ΣΤΟ ΡΑΦΙ. Το πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της Αρχής αναφέρει στα «ΝΕΑ» ότι μεγάλο ενδιαφέρον κρύβεται στις υποθέσεις που έχουν αρχειοθετηθεί  την τελευταία πενταετία, καθώς από το 2008 και μετά άρχισαν να φτάνουν στην Αρχή αναφορές ύποπτων συναλλαγών όχι μόνο για βρώμικο χρήμα, που συνδέεται αποκλειστικά με παράνομη δραστηριότητα, αλλά και για μαύρο χρήμα, από το οποίο μπορούν να προκύψουν σημαντικά φορολογικά έσοδα. Μάλιστα, το 2008 οι αναφορές ύποπτων συναλλαγών από τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα διπλασιάστηκαν σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Από 1.432 έφτασαν τις 2.899, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν σε έκθεση της FATF το 2010.

Στην ίδια έκθεση φαίνεται επίσης ότι ο μεγάλος όγκος  των αναφορών δεν αξιοποιήθηκε πλήρως, καθώς «ανοίχθηκε» μόνο το 71,5% των υποθέσεων το 2008. Ητοι, 822 αναφορές ύποπτων συναλλαγών έμειναν στο ράφι. Το 2009 υπήρξε ελαφρά βελτίωση. Από τις 2.304 αναφορές εξετάστηκαν οι 1.739, δηλαδή το 75%, με επιπλέον 565 να μένουν αναξιοποίητες. Στην αξιολόγηση της FATF επισημαινόταν τότε ότι ο αριθμός των αναφορών αυξήθηκε εξαιτίας της πληθώρας «φορολογικών αδικημάτων» που περιλαμβάνονταν σε αυτές. Με αρνητική χροιά, δε, σχολιαζόταν πως το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και του τεχνικού εξοπλισμού για την έρευνα των υποθέσεων «παρέμενε».

Οι βελτιώσεις που συνιστούσε η FATF στους Ελληνες για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των ερευνών δεν πραγματοποιούνταν με γρήγορους ρυθμούς. Για παράδειγμα,  το 2010, ενώ είχε πραγματοποιηθεί αναβάθμιση των συστημάτων, μόλις το 10% επί του συνολικού αριθμού των αναφορών ύποπτων συναλλαγών έφταναν στην Αρχή με ηλεκτρονικό τρόπο – και αυτές προέρχονταν μόνο από τράπεζες. Η επέκταση της εφαρμογής της ηλεκτρονικής αποστολής αναφορών για ασφαλιστικές εταιρείες, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και δημόσιες υπηρεσίες εκκρεμούσε για το 2011.

ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΣΤΟΧΟ. Την ίδια χρονιά έγιναν προσλήψεις, βάσει του νόμου σύστασης της Αρχής, με απώτερο σκοπό την αποτελεσματικότερη επεξεργασία των μεγάλων όγκων στοιχείων που συνέρρεαν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις και έτσι τον Μάιο του 2011 είχαν πληρωθεί οι 31 από τις 50 θέσεις εργασίας. Στην αναφορά του εκείνη την περίοδο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημείωνε πως οι ελλείψεις στη στελέχωση και στην πληροφορική τεχνολογία συνεχίζουν να υφίστανται. «Ενώ οι ελληνικές Αρχές έχουν προσλάβει περισσότερα άτομα και εξασφάλισαν ότι η ανάλυση των αναφορών ύποπτων συναλλαγών πραγματοποιείται μόνο από προσωπικό που απασχολείται μόνιμα στην Αρχή, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων εξακολουθεί να εμφανίζεται ανεπαρκής για την εκτέλεση των εκτεταμένων καθηκόντων της», επισήμαιναν οι Αμερικανοί.

Τελικά, η κατάσταση εξομαλύνθηκε πέρυσι, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια και τουλάχιστον 19.000 αναφορές. Οπως σημείωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην αναφορά του το 2012,  η ελληνική κυβέρνηση έχει διαθέσει τα απαραίτητα κονδύλια και έχει προσληφθεί ικανός αριθμός προσωπικού για να είναι η Αρχή ευθυγραμμισμένη με τα διεθνή στάνταρ. Σύμφωνα όμως με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, ο μηχανισμός δεν αξιοποιείται επαρκώς από τις Αρχές.

Χάρης Καρανίκας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.