Μηνύει εννέα μεγαλοστελέχη της εταιρείας του

Το χρονικό της κατάρρευσης περιγράφει ο Λάκης Γαβαλάς, λεπτό προς λεπτό μέσα από τη μήνυση που κατέθεσε κατά των εννέα μεγαλοστελεχών της εταιρείας στην οποία ήταν μεγαλομέτοχος και πρόεδρος. Ο άλλοτε ισχυρός άνδρας της μόδας, ρίχνει τις ευθύνες στα στελέχη της εταιρείας του και συγκεκριμένα τον πρώην γαμπρό του και διευθύνοντα σύμβουλο, στη διευθύντρια οικονομικών υπηρεσιών και την ταμεία, στο διευθυντή μηχανογράφησης, στον προϊστάμενο του λογιστηρίου, του δικηγόρου της επιχείρησης σε θέματα φοροτεχνικά, του προσωπάρχη, σε μια πωλήτρια και σε έναν υπάλληλο του λογιστηρίου κάνοντας λόγο για ένα πάρτι σπατάλης που κράτησε πολλά χρόνια και οδήγησε στο γκρέμισμα της αυτοκρατορίας του.

«Τα εν λόγω στελέχη της εταιρείας είχαν προνομιακή κυριολεκτικά μεταχείριση. Εκτός του ότι αμείβονταν με παχυλότατους μισθούς και υπέρογκα μπόνους είχαν στην κατοχή τους πολυτελέστατα αυτοκίνητα μάρκας Mercedes κινητά τηλέφωνα, ακόμη και e-pass για τις διελεύσεις στην Αττική Οδό», περιγράφει στη μήνυση του και λίγο παρακάτω προσθέτει: «Οταν σήμανα κόκκινο συναγερμό, οι μηνυόμενοι αντί να θέσουν τους εαυτούς τους στη διάθεση και την υπηρεσία της εταιρείας που τους είχε ευεργετήσει και τους είχε πλέον ανάγκη, κάποιοι από αυτούς αρχικώς δήλωσαν ασθένεια και έλαβαν αναρρωτικές άδειες και στη συνέχεια υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους και αποχώρησαν προβάλλοντας αστείες δικαιολογίες».

Μέσα από τις 28 σελίδες του δικόγραφου, ξετυλίγεται μια ιστορία 33 ετών της εταιρείας που είχε πρωταγωνιστήσει στο χώρο των επώνυμων ρούχων και αξεσουάρ. Οπως υποστηρίζει ο Λάκης Γαβαλάς, η αντίστροφή μέτρηση, ξεκίνησε στα τέλη του 2009. Τότε που η οικονομική κρίση άρχισε να πλήττει τη χώρα μας. «Σε σύντομο χρονικό διάστημα στα μέσα του 2010, εμφάνισε για πρώτη φορά αρνητική θέση. Γεγονός που οδήγησε ουσιαστικά στη μεταγενέστερη διακοπή της εμπορικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, η αγορά του ενδύματος είχε σημαντική και απότομη πτώση αφού οι Έλληνες καταναλωτές βρέθηκαν ξαφνικά να αντιμετωπίζουν έντονα ζητήματα επιβίωσης με αποτέλεσμα η κατανάλωση ειδών ενδύσεως και μάλιστα πολυτελείας να φθάσει στο ναδίρ».

Αφού λοιπόν οι τράπεζες έκλεισαν τις πιστωτικές διευκολύνσεις προς την εταιρεία του, ο επιχειρηματίας αποφάσισε να ξεκινήσει εσωτερικό έλεγχο και έτσι άρχισε να διαπιστώνει όπως τουλάχιστον ο ίδιος υποστηρίζει μέσα στη μήνυση του ότι κάτι περίεργο γινόταν στις εγκαταστάσεις της Κάντζας. Οπως λέει «Η άνοδος οφείλονταν κυρίως στις προσπάθειες που κατέβαλλα προσωπικώς εδώ και πολλά χρόνια για την ανάπτυξη και εξάπλωση της δουλεύοντας σκληρότατα στο τμήμα των πωλήσεων και των δημοσίων σχέσεων που στο συγκεκριμένο χώρο έχει τους δικούς του νόμους και κανόνες και φυσικά πολύ μεγάλο τίμημα».

Ήταν τότε που ο ίδιος ζήτησε βοήθεια από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, ο οποίος ήταν τέως σύζυγος της αδερφής του και στον οποίο είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. «Έχω την άποψη την οποία καταθέτω με πόνο ψυχής ότι πρέπει να γίνει ειδική έρευνα για τις ενέργειες, πράξεις και παραλείψεις του καθώς και το είδος – τη μορφή των σχέσεων του με τους άλλους εγκαλουμένους. Εγινε ξεκάθαρο ότι όλοι έδρασαν ως μια ομάδα και ο ένας βοηθούσε τον άλλο, στο εγκληματικό σχέδιο αφαίμαξης εμού και της εταιρείας μου. Ειδικά όμως ο τελευταίος είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στον ευαίσθητο και κρίσιμο τομέα των οικονομικών της εταιρείας. Εκείνος επόπτευε, ήλεγχε αποφάσιζε από κοινού με την διευθύντρια των οικονομικών υπηρεσιών για δαπάνες, εισπράξεις, επενδύσεις, κατάρτιση συμβάσεων με τις τράπεζες, πληρωμές κ.λ.π της εταιρείας. Δηλαδή, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς κρατούσαν την καρδιά της επιχείρησης στα χέρια τους αφού εγώ δεν γνώριζα οικονομικά. Στις 6.6.11 η εταιρεία κατόπιν αιτήσεως της υποχρεώθηκε να εξευτελιστεί και ζήτησε να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 99» αναφέρει.

Πολυτελής και σπάταλος βίος
Όπως αναφέρεται στη σελίδα 13 της μήνυσης, ο Λάκης Γαβαλάς προχωρά ένα βήμα παραπάνω και απαντά σε αυτούς θα σπεύσουν να τον κατηγορήσουν ότι έκανε πολυτελή και σπάταλο βίο. «Θα τους απαντήσω ότι ακόμα και αν συνέβαινε αυτό που δεν συνέβαινε, πρώτον ήταν δικαίωμα μου γιατί τα χρήματα ήταν δικά μου αφού τα έπαιρνα νόμιμα και δεν τα έκλεβα, δεύτερον δεν αποτελεί επιχείρημα για να αντικρούσει την αποδεδειγμένη πλέον υπεξαίρεση των χρημάτων της εταιρείας μου από εκείνους, τρίτον ακόμα και ο τρόπος διαβίωσης μου είχε να κάνει με τις διαφημιστικές προσπάθειες για το καλό της εταιρείας και τέταρτον εγώ μπορώ να ζήσω και με πολλά και με λίγα. Αν πρέπει να τιμωρηθώ γιατί υπήρξα κακός επιχειρηματίας ευχαρίστως να το δεχτώ. Όπως επίσης θα δεχτώ ότι εμπιστεύτηκα κακούς συνεργάτες ίσως διότι στην αρχή με παραπλάνησαν. Εγώ όμως δεν έκλεψα. Εκείνοι αντιθέτως θα δώσουν λόγο για σοβαρά κακουργήματα που διέπραξαν σε βάρος μου και σε βάρος της εταιρείας μου. Έβαλαν το δάκτυλο στο μέλι και το έγλειψαν».

Δημήτρης Πώποτας, Άριας Καλύβα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.