Του Αλέξανδρου ΤΖΙΟΛΑ

Είναι γνωστή σε όλους μας η ιστορική διένεξη σχετικά με την καταγωγή του βλάχικου γλωσσικού ιδιώματος.

Πρόσφατα βρέθηκε στα χέρια μου, στα πλαίσια γενικότερης έρευνα και συλλογής ιστορικού υλικού, αξιόλογη έκδοση με κύριο αντικείμενο την Ετυμολογία των Λέξεων της Βλάχικης Γλώσσας. Πρόκειται για μία έκδοση του 1909 του διαπρεπούς Έλληνα Γυμνασιάρχη Κων/νου Νικολαίδη[1] που ανατυπώθηκε στο Μεγάρεβο του Μοναστηρίου με την προτροπή του Έλληνα Πρόξενου στο Μοναστήρι κου Μ. Τριπολιτάκη και του δωρητή από τα Μεγάλα Λειβάδια Γ. Κοστίκα.

Ο συγγραφέας δεν προβαίνει απλά στην καταγραφή λέξεων της βλάχικης γλώσσας σε σύνολο 600 σελίδων. Προχωρεί στην ετυμολογία κάθε βλάχικης λέξης την οποία και αντιπαραθέτει με την αντίστοιχη ρουμουνική. Την εποχή που εκδόθηκε, ήταν ένα ιστορικό έργο που έδινε σαφή και ξεκάθαρη επιστημονική απάντηση στην ρουμάνικη προπαγάνδα και ανέδειξε την ιστορική και διαχρονική διασύνδεση του κουτσοβλάχικου ιδιώματος με την ελληνική γλώσσα. Το λεξικό αποτέλεσε ένα από τα ισχυρά όπλα των βλαχόφωνων Ελλήνων στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Σε αυτή τη βάση, η έκδοση, έχει τη δέουσα επιστημονική αρτιότητα που είναι και το μέγιστο συγκριτικό της πλεονέκτημα, αφού αναζήτησε για πρώτη φορά την ετυμολογική προέλευση των λέξεων της κουτσοβλαχικής αντιπαραβάλλοντας τες με τις αντίστοιχες τις δακορουμουνικής και τεκμηρίωσε επιστημονικά την ελληνικότητα του βλαχόφωνου στοιχείου.

Το έργο, έχει ύψιστη εθνική, γλωσσική, ιστορική και λογοτεχνική αξία. Αποτελεί δε την αρτιότερη και πληρέστερη προσπάθεια των τελευταίων αιώνων. Μάλιστα, επειδή γράφτηκε στις αρχές του 1900, οπότε και το βλάχικο γλωσσικό ιδίωμα είχε ιδιαίτερη έξαρση, ομιλούνταν σε πολύ μεγάλη έκταση (και γεωγραφική) σε σχέση με σήμερα (που παρατηρείται συρρίκνωση), κάνει την έκδοση πληρέστερη, περισσότερο αληθινή και αποκαλυπτική.

Ο συγγραφέας, στον πρόλογό του, μας εξιστορεί ότι στις αρχές του 1900 κυκλοφορούσαν δύο μικρά λεξικά της «Κουτσοβλαχικής γλώσσας». Επισημαίνει όμως ότι και τα δύο ερμήνευαν απλώς τις λέξεις στην «ρουμουνικήν (Δακορρουμουνικήν)» χωρίς να προβαίνουν στην ελάχιστη απόδειξη της καταγωγής των λέξεων αυτών, «διότι τούτο αντίκειται εις τον επιδιωκόμενον σκοπόν, ως φαίνεται». Ο Κ. Νικολαίδης λοιπόν ανέλαβε το πλέον δύσκολο έργο να συντάξει όχι ένα απλό ερμηνευτικό λεξικό αλλά ένα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ στο οποίο ο αναγνώστης βρίσκει όχι μόνο τις αντίστοιχες ρουμουνικές λέξεις «μεθ’ υποδείξεως της καταγωγής αυτών, αλλά και τας των λοιπών δυτικών νεολατινικών (ρωμανικών) γλωσσών, εξ ού εμφαίνεται η κοινή λατινική βάσις όλων τούτων, δυτικών τε και ανατολικών. Η ταυτόφωνος λ.χ. ομοιότης καθ’ όλα τα στοιχεία της Κουτσοβλαχικής λέξεως μιν/τε (minte)=νους εκ του λατινικού mens-mentem, προς την ρουμουνικήν minte έχει ανάλογον εν ταις δυτικαίς νεολατινικές γλώσσαις, διότι εκ της αυτής λατινικής παράγονται αι τρεις ταυτοφωνόταται λέξεις της ιταλ. ισπαν. και πορτογ. Mente.» Εν ολίγοις ο αναγνώστης βρίσκει πολλές τέτοιες ομοιότητες μεταξύ των λέξεων που τίποτα άλλο δεν αποδεικνύουν ότι αμφότερες οι γλώσσες δηλ. οι δυτικές νεολατινικές και η βλάχικη, έχουν κοινή βάση, κατάγονται δηλαδή από τη δημώδη λατινική.

Βρίσκει όμως ο αναγνώστης στο ίδιο λεξικό και τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν στις εκφράσεις  της αυτής έννοιας μεταξύ των Κουτσοβλαχικών και Δακορρουμουνικών λέξεων. Για παράδειγμα στη λέξη «Οίον» : Οι Κουτσοβλάχοι το σταφύλι το λένε «αούα» από το λατινικό uva, ιταλ. ισπαν. πορτογ. uva,  σαρδ. ua, αλλά οι Ρουμούνοι μεταχειρίζονται τη Σλαβική λέξη strugure!

Συνεχίζοντας ο Κ. Νικολαίδης αναφέρει :

–          «Οι μεν Κουτσοβλάχοι λέγουσι χιάβρα (hiavra)=πυρετός εκ του λατ. febris, γαλ. fievre, ιταλ. febbre,   Ισπαν. fiebre  αλλά οι Ρουμούνοι friguri λατ.

–          Οι Κουτσοβλάχοι λέγουν : αούγυου (ausu)=γέρων εκ του λατ. avus=πάππος, οι δε Ρουμούνοι  mos, το οποίο είναι Σλαβικό.

Ο Συγγραφέας, αποδεικνύει έτσι ολοφάνερα και επιστημονικά, σε όλες τις λέξεις της Βλάχικης Γλώσσας, όπως ομιλούνταν στις αρχές του 1900, ότι υφίσταται μεγάλη διαφορά και απόσταση μεταξύ των δύο γλωσσών.

Συνεχίζοντας σε άλλο κεφάλαιο ο κ. Κ. Νικολαίδης περιλαμβάνει λέξεις από την Αρχαία Ελληνική και την Βυζαντινήν που ενσωματώθηκαν στην Βλαχικήν όπως :

Αγγελου, (angelU)= άγγελος. Στην Ρουμουνική inger. Εισήχθη δια του Χριστιανισμού.

Ακικασέσκου, (akikasesku)=εννοώ, καταλαβαίνω.  Στην Ρουμουνική intseleg, λατ. εκ του ελληνικού απεικάζω.

Ανάφαρα (anafara) και ανάφουρα= το πρόσφορο και λειτουργιά και το αντίδωρο (oblate ostia). Ρουμουν. Pane bine-cuventata.

Δοάρα=δωρεά, δώρον.  Ρουμουν. dar.

Γίε, (γie)= βία, σπουδή.  Ρουμουν. graba  σαλβικό.

Ευλογίε, (evloγie)= ευλογία.  Ρουμουν.  uratsiune, λατ.

Κισα, (kisa)= έρεβος, σκότος, ο Άδης. Εκ του ελλην. πίσσα.  Ρουμουν. intunerec, λατ.

Κούρμου (kurmu) = πρεμνίζω, αποκόπτω. Από το ελλην. Κορμός.  Ρουμουν. taiu, λατ.

Σκάφα (skafa) = ποτήριον, κοιν. Σκάφα, όπερ εκ του σκάπτω. Ρουμουν. pahar, σλαβικό.

Τάραλου, (talaru)=κάδος, Από το ελληνικό τάλαρος. Ρουμουν. putina, σλαβικό.

Τζάμα, (dzama)=ζωμός, εκ του ελληνικού ζέμα. Ρουμουν. sos και zama.

Φίτρου, (fitru)=βλάστη, φίτρον. Ρουμουν. germen, λατ.

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ:

Αγάλια =βραδέως, αργά. Ρουμουν. incet, λατ.

Αγώνια, (aγonia)=ταχέως, εκ του αγών, αγωνία. Ρουμουν. repede, λατ.

Κουγίε, (kuγie)=ταχέως. Ρουμουν. repede, λατ.

Ντιπου, (dipu)=ουδέν, τίποτε και ντιπ. Ρουμουν. nimic, λατ.

Τάχα (taha)=ίσως, τάχα. Ρουμουν. oarecum, λατ.

Πέραν αυτών ο κ. Κ. Νικολαίδης περιλαμβάνει εκτενώς Συνδέσμους και Επιφωνήματα που υπεισήλθαν από την Ελληνικήν στην Βλαχικήν, όπως επίσης φωνητικά και γραμματολογικά φαινόμενα της ελληνικής που επηρέασαν και την Βλαχικήν (όπως το πρόθεμα α προ των λέξεων που αρχίζουν από ρ, η συγκοπή, ο σχηματισμός του μέλλοντος, το απαρέμφατο, καθώς και την βλαχική κατάληξη –έσκου (esku) από το ελληνικό –ίσκος για την παραγωγή επιθέτων όπως λ.χ. vasilikesku, umnesku, την κατάληξη –ετζου από το ελληνικό –ιζω, κλπ).

Σε κάποια δε επισήμανση του καταγράφει την δήλωση ενός Ρουμούνου καθηγητή Βουκουρεστίου της εποχής, ότι ‘’η ρουμουνική και η κουτσοβλαχική διάλεκτος είναι δύο διαφορετικές γλώσσες τόσο απέχουσες που ο Ρουμούνος του Βουκουρεστίου ουδόλως δύναται να συνεννοηθεί με τον Κουτσόβλαχον του Μοναστηρίου’’!

Στο ετυμολογικό λεξικό του ο Κ. Νικολαϊδης καταγράφει 6.657 κουτσοβλαχικές λέξεις εκ των οποίων : οι 2.605 κατάγονται από την λατινική, οι 3.460 από την ελληνική, οι 150 από την αλβανική, οι 185 από την σλαβική.

Αντιστοίχως οι 3.562 ρουμουνικές λέξεις κατάγονται από την λατινική, οι 685 από την ελληνική, 1.165 από τη σλαβική, 295 από την τούρκικη, 192 από τη γαλλική, 87 από την ουγγρική και 66 από την αλβανική. Να σημειώσουμε ότι καμία ουγγρική λέξη έχει η Κουτσοβλαχική, οι δε λέξεις καταγόμενες εκ της Τουρκικής υπολογίζονται ως νεοελληνικές γιατί εισήχθησαν σε αυτήν δια της ελληνικής (λ.χ. κάλφα (kalfa)=υπάλληλος κοιν. Κάλφας, πληθ, καλφατζ εκ του καλφάδ(ε)ς δηλ. με την συγκοπή κάποιου φωνήεντος).

Κλείνοντας αυτή την σύντομη αναφορά, σε ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό για το έθνος μας σύγγραμμα, αξίζει να αναφέρουμε, για την ιστορία, αλλά και την ευθύνη με την οποία ο Κ. Νικολαίδης αντιμετώπισε το έργο του, ότι μετά το πέρας της συγγραφής του, απέστειλε όλα τα στοιχεία που είχε σε 6 μελή επιτροπή στο Βόλο την οποία αποτελούσαν διακεκριμένοι Βλάχοι στην καταγωγή, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γρεβενιώτης Ιωάννης Γραμματικός, δικηγόρος από το Περιβόλι. Τα άλλα μέλη υπήρξαν Ν. Παπανικολάου, Πρωτοδίκης από το Μέτσοβο, Δ. Γενή-Σεβδάς, τελωνιακός από το Βλαχολίβαδο Ολύμπου, Ν. Σακελλαρόπουλος, έμπορος από το Βλαχολίβαδο, Γ. Τσούγκας, ωρολογοποιός από το Κρούσοβο και Σ. Ζουρναζόπουλος από το Μοναστήρι.

Όλα τα παραπάνω ανέφερα, όχι μόνο γιατί πρέπει να φροντίζουμε να προβάλουμε την ιστορική αλήθεια, όσοι από εμάς ασχολούμαστε με την κοινή μας ιστορία και προοπτική, αλλά και γιατί τελευταία παρατηρείται μέσα από τα διάφορα προγράμματα κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο, μαζική επαναφορά εκδόσεων, δράσεων, συλλόγων και ανθρώπων της κοντινής γείτονος με συγκεκριμένες αναφορές στην Βλάχικη καταγωγή και τις ‘’ιστορικές ρίζες’’, ανασκάπτοντας (ακόμη και με δόλιες επισκέψεις) ιστορικά φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία βεβαίως δεν είναι σε καμία περίπτωση σύμφωνα με τις ιστορικές αλήθειες και τις επιστημονικές καταγραφές.


[1] Ο λόγιος Γυμνασιάρχης Κ. Νικολαίδης κατάγονταν από το Λιβάδι Ολύμπου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία. Το Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης χαρακτηρίστηκε ως ο επιστημονικός και τυπογραφικός άθλος των αρχών του 1900.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.