Τι διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην ετήσια έκθεσή του για την Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση


Σε εφιαλτικές προβλέψεις για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και για τα επίπεδα της ανεργίας το αμέσως προσεχές διάστημα προχώρησε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Οι θυσίες που επιβάλλονται κυρίως σε μισθωτούς και συνταξιούχους, δεν επέφεραν καμία βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αλλά την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού στα επίπεδα του 2003, του κατώτερου μισθού σε επίπεδα πριν το 1984 και του επιπέδου ανεργίας στη δεκαετία του 1960 (22%-23%), όταν κορυφώθηκε το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων στο εξωτερικό, διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην ετήσια έκθεσή του για την Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση το έτος 2011.

Η έκθεση αναφέρει ότι ο στόχος του μνημονίου για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις αγορές το 2012 δεν επιβεβαιώθηκε, ενώ διατυπώνει έντονες επιφυλάξεις και για την επιτυχία του στόχου του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, το οποίο προβλέπει επιστροφή στις αγορές το 2014.

«Πώς όμως θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος (επιστροφής στις αγορές το 2014) με την παράταση της ύφεσης, την αύξηση της ανεργίας, την μείωση της κατανάλωσης και την αβεβαιότητα μείωσης του δημόσιου ελλείμματος (17 δισ. ευρώ το 2011, 15 δισ. ευρώ το 2012, 11,5 δισ. ευρώ το 2013) και το δημόσιο χρέος να μην υποχωρεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2012 και να διαμορφώνεται το 2020 στο επίπεδο των 409 δισ. ευρώ (200% του ΑΕΠ), (ΟΟΣΑ 2011, ΙΝΕ 2011)» αναρωτιούνται οι συντάκτες της έκθεσης και προσθέτουν:

«Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και να συμπεριληφθούν στα έσοδα του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου λιτότητας 2012 – 2015 οι εισπράξεις από τις προβλεπόμενες ιδιωτικοποιήσεις, το δημόσιο χρέος της χώρας μας αντί να μειωθεί θα αυξάνεται μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2020.»

»Όμως, μέχρι τότε ο συνεχής δανεισμός της χώρας συνοδευόμενος από την εφαρμογή αυστηρών μέτρων λιτότητας θα μετατρέψει την ελληνική οικονομία από πραγματική σε εικονική».

Εκτιμούμε, προσθέτουν οι αναλυτές, «ότι εάν δεν αποτραπούν αυτά τα δεδομένα, η ύφεση που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη στην Ελλάδα, θα είναι βαθιά και θα διαρκέσει αρκετά χρόνια, κατά τα οποία, η ελληνική οικονομία θα απολέσει σε σημαντικό βαθμό την δυναμικότητα των παραγωγικών της δυνάμεων»

Αναφερόμενη στις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 21ης Ιουλίου, η έκθεση αναγνωρίζει ότι βελτιώνει τους όρους δανεισμού, μειώνει το μέγεθος του χρέους κατά 25 δισ. ευρώ και καθιστά το ελληνικό χρέος πιο διαχειρίσιμο, αλλά θεωρεί ότι «η σημαντικότητα εμπεριέχεται στη σχέση που θα διαμορφωθεί κατά τα επόμενα χρόνια ανάμεσα στο χαμηλότερο επιτόκιο (επί ενός μικρότερου χρέους) και το ρυθμό ανάπτυξης» .

Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί, «παραμένει η στρατηγική της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, τα οποία εμπεριέχοντας συρρίκνωση των αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών λειτουργιών, ελλοχεύει ο κίνδυνος, παρά τις θυσίες των μισθωτών και των συνταξιούχων, να υπονομευτεί η όποια βελτίωση των όρων δανεισμού καθώς και η επίτευξη του στόχου επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στις αγορές».

Τρομοκρατικά συμπεράσματα

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην έκθεση του Ινστιτούτου στις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Η ανεργία κατά το ΙΝΕ φθάνει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960, που ώθησαν τους Έλληνες στην μετανάστευση, ενώ η επίσημη καταγραφή (από την Ε.Ε.) αγγίζει τα όρια της δεκαετίας του 1950.

Οι διαπιστώσεις των μελετητών της έκθεσης για τα βασικά στοιχεία της οικονομίας και της απασχόλησης επικεντρώνονται στα εξής:

1. Ανεργία: Η απασχόληση μειώθηκε κατά 4,7% στην διάρκεια της διετίας 2010-2011 ( μείωση 9,8% κατά την τριετία 2009-2011), με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011 θα προσεγγίσει το 15%, δηλαδή θα φθάσει στα υψηλά επίπεδα ανεργίας των ετών της δεκαετίας του 1950. Όμως, κατά τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ το ποσοστό αυτό θα ανέλθει στα επίπεδα του 17% -18% και σε όρους πραγματικής ανεργίας το αντίστοιχο ποσοστό θα ανέλθει στα επίπεδα του 22% – 23%, δηλαδή στα υψηλά επίπεδα των πρώτων ετών της δεκαετίας του 1960 (το 1961 η ανεργία ήταν 864.000 άτομα, δηλ. 26,4% του εργατικού δυναμικού το οποίο ήταν 3.640.000 άτομα), κατά τα οποία συντελέσθηκε το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων προς το εξωτερικό κατά την περίοδο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

2. Απασχόληση: Από το 1991 μέχρι και το 2008 δημιουργήθηκαν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Το ένα τέταρτο των θέσεων αυτών, χάθηκε στην διάρκεια της τελευταίας τριετίας 2009-2011.

3. Μισθοί. Ο διπλασιασμός του ποσοστού ανεργίας κατά την τριετία 2009-2011, σε συνδυασμό με την διοικητική μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, έχει προκαλέσει μείωση των πραγματικών μισθών 11,5% στο σύνολο της οικονομίας και 9,2% στον ιδιωτικό τομέα κατά το 2010-2011.

4. Αγοραστική δύναμη. Μέσα σε μια διετία χάθηκε το 50% της αγοραστικής δύναμης των μισθών που είχε συσσωρευτεί σε μια δεκαετία . Αποτέλεσμα αυτού είναι στο τέλος του 2011 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού να υποχωρήσει στα επίπεδα του 2003.

5. Σύγκλιση μισθών με Ευρώπη. Την δεκαετία του 1990 οι ελληνικού μισθοί ανερχόταν σε 75% περίπου του μέσου όρου της Ε.Ε.-15, έφθασε στο 86% κατά το 2008-2009. Κατά το 2010-2011, οδηγήθηκαν από το 86% στο 78,5% των ευρωπαϊκών μισθών, δηλαδή στο επίπεδο του δεύτερου εξαμήνου του 2001.

6. Οι μέσες ετήσιες αποδοχές το 2011 ανέρχονται στην Ελλάδα σε 27.336 ευρώ, έναντι 39.562 ευρώ κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-15 χωρών. Μόνο σε δύο χώρες – Κύπρος, Πορτογαλία – οι αποδοχές είναι μικρότερες από ό,τι στην Ελλάδα.

7. Ο κατώτατος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα υστερεί έναντι των πλουσιότερων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στις οποίες ισχύει ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο) και ανέρχεται περίπου στο 60% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης κατηγορίας χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο), ενώ βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση έναντι του αντίστοιχου κατώτατου μισθού των χωρών της δεύτερης κατηγορίας (Πορτογαλία, Σλοβενία, Μάλτα, Ισπανία).

8. Η ελληνική οικονομία διανύει πλέον το τρίτο έτος ύφεσης δεν έχει επιτύχει τους στόχους του Μνημονίου 1 (επιστροφή στις αγορές το 2012), παρά τα αυστηρά μέτρα λιτότητας, με την υλοποίηση της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης.

Η βαθιά ύφεση έχει οδηγήσει σε μεγάλη απόκλιση του εισοδήματος ανά κάτοικο στην Ελλάδα (υποχωρώντας στο επίπεδο του έτους 2000) από τον μέσο όρο των 15 πιο προηγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόκλιση της παραγωγικότητας της εργασίας (υποχωρώντας στο επίπεδο του έτους 2000), της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού (υποχωρώντας στα επίπεδα τιμών 2001-2002), του ποσοστού ανεργίας (υποχωρώντας στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960), της εγχώριας ζήτησης (υποχωρώντας στο επίπεδο του έτους 2003).

9. Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2010-2015 παρουσιάζεται ως μονόδρομος για την συνέχιση της δανειοδότησης της χώρας, την αποφυγή της χρεοκοπίας και την έξοδο από την κρίση. Στην πραγματικότητα όμως βρίθει αναποτελεσματικών μέτρων αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας που εφαρμόσθηκαν στο παρελθόν και οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Το ΜΠΔΣ θα είναι αναποτελεσματικό, όπως εξάλλου ήταν και το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) που αντικαθιστά τόσο στον τομέα περιορισμού των ελλειμμάτων και την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, όσο και στον τομέα συγκράτησης και διαχείρισης του δημόσιου χρέους, γιατί, κατά κύριο λόγο, στερείται αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών στοιχείων.

10. Εργασιακές σχέσεις. Με την εφαρμογή του μνημονίου απορυθμίζονται το σύστημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των εργασιακών σχέσεων. Οι αλλαγές που συντελούνται στις εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα, ακολουθούν την πορεία της τελευταίας εικοσαετίας, δηλαδή σοβαρές και βίαιες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και συρρίκνωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η εναλλακτική πρόταση εξόδου από την κρίση, την οποία καταθέτουν και διεκδικούν τα συνδικάτα στην Ελλάδα, στοχεύει στην αλλαγή της εφαρμοζόμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό, όπως αναφέρει η έκθεση, θα γίνει με: την αναδιανομή του εισοδήματος, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (41 δισ. ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο 30/06/2011, και εισφοροδιαφυγής για την ανάσχεση της δημιουργίας πρωτογενών ελλειμμάτων (ένα ευρώ στα τέσσερα που παράγονται στην ελληνική οικονομία δεν φορολογείται με διαρροή ετήσιων εισόδων 12 – 15 δισ ευρώ ΟΟΣΑ 2009), και β) με την διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, τη βελτίωση του επιπέδου της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (ποιότητα παραγωγής, ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών, ποιότητα εργασιακών σχέσεων, ποιότητα εισοδήματος, ποιότητα κοινωνικής προστασίας, κλπ).

Η λύση για την Ελλάδα σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, είναι «η άμεση φορολογία και ο προσανατολισμός της αποταμίευσης σε νέες επενδύσεις σύγχρονων αναπτυξιακών και κοινωνικών υποδομών, νέων κλάδων παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, ποιότητας, καινοτομίας, απασχόλησης και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας».

Προσεγγίζοντας τα αίτια της κρίσης, η έκθεση εκτιμά ότι «ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας που τοποθέτησε την Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες στο δρόμο της σταδιακής τεχνολογικής, καινοτομικής, οργανωτικής και ποιοτικής απαξίωσης της παραγωγικής υποδομής στη μεταποίηση και στη γεωργία, με την κυρίαρχη επιλογή του τουρισμού, των κατασκευών και των υπηρεσιών, οδήγησε την ελληνική οικονομία στην αξιοποίηση κυρίως της ανειδίκευτης εργασίας, στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία “δίδυμων ελλειμμάτων” στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου)».

Σύμφωνα πάντοτε με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την εφαρμοσμένη πολιτική των Μνημονίων 1 και 2.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.