Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών

1821 – 2021… Διακόσια χρόνια ιστορίας του Νεοελληνικού Κράτους, πολύ σημαντική επέτειος, που παρά τις προθέσεις της Πολιτείας για πανηγυρικό εορτασμό – έχει οριστεί μάλιστα και η αρμόδια Επιτροπή, η οποία όργωσε  τη χώρα για να προετοιμάσει το έδαφος – μάλλον, λόγω της  πανδημίας, θα περιοριστούν οι  πανηγυρισμοί σε διαδικτυακές εκδηλώσεις, συνέδρια, συναυλίες και άλλα ηχηρά παρόμοια που θα έλεγε και ο Καβάφης. Αυτή η πανδημία όμως που μάς έχει καθηλώσει στο σπίτι και πολλοί « είμαστε άνεργοι…» θα μάς δώσει τη ευκαιρία να μελετήσουμε ξανά την Ελληνική Επανάσταση, τα ιστορικά έργα, τα απομνημονεύματα, την σχετική ποίηση, πεζογραφία, ζωγραφική, θέατρο και να βιώσουμε πάλι, πιο βαθιά σήμερα την εποχή της παρατεταμένης υγειονομικής, οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κρίσης τον γενναίο αγώνα των αγωνιστών του εικοσιένα για ελευθερία και δικαιοσύνη, αλλά και τον εμφύλιο σπαραγμό, τις προδοσίες και την ιδιοτέλεια που οδήγησαν στη δημιουργία ενός μικρού κράτους που ποτέ δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σωστά και αυτές όλες οι κακοδαιμονίες το ταλανίζουν μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτό και είναι τόσο επίκαιρη σήμερα αυτή η γόνιμη επαφή, όσο ποτέ άλλοτε…

Στο ΣΥΝΔΕΣΜΟ έχουμε προγραμματίσει ένα τριήμερο εκδηλώσεων, που θα ανακοινωθούν στην ώρα τους, αλλά όλα είναι στο αέρα λόγω της αντίξοης συγκυρίας. Προσωπικά όμως αποφάσισα, λόγω της επετείου και του άφθονου χρόνου να μελετήσω και πάλι ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ και να μοιράζομαι μαζί σας κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα, σκέψεις και σχόλια από αυτό «αυτό το ατόφυο και επιβλητικό έργο, αληθινό μνημείο της άδολης πεζογραφίας μας, γραμμένο με τη δροσιά της λαϊκής μας λαλιάς, γιατί, ευτυχώς, ήξερε λίγα γράμματα», σύμφωνα με τον Γιώργο Θεοτοκά ή «γραμμένο δια της σπάθης και ουχί της γραφίδος, συμφώνως με το φυσικό και ηθικό του χαρακτήρα, με ελάττωμα ή προτέρημα έργου και λόγου, την οργή», όπως σχολιάζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Ίσως, κάποιοι παρακινηθούν και διαβάσουν ή ξαναδιαβάσουν τον Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη, που λέει και ο Νίκος Γκάτσος, που τα λόγια του είναι σαν το παλιό κρασί και μπορεί να μας βοηθήσει να περάσουμε του κόσμου το στενό γιοφύρι, αρκεί να ανοίξουμε της καρδιάς μας το παραθύρι (Μάνος Ελευθερίου). Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο κέρδος…

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του τις 26 Φεβρουαρίου του 1829 στο Άργος όπου «καθόταν άνεργος και δια να μη τρέχει εις του καφενέδες και σε άλλα τοιούτα και δεν τα συνηθούσε…», όπως ομολογεί και ο ίδιος στον πρόλογο, όντας διορισμένος  από την Κυβέρνηση του Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης, ως ανταμοιβή για τις πολλές και σημαντικές υπηρεσίες που πρόσφερε στον αγώνα για την Ελευθερία. Αποκαμωμένος ο στρατηγός με επτά πληγές στο σώμα του, έκανε ένα διάλειμμα για ξεκούραση, χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα το αξίωμα, αλλά αντί να χάσει το χρόνο του άσκοπα, εκδηλώθηκε αμέσως η συγγραφική  φύση του πολυτάλαντου Ρουμελιώτη και για τρία χρόνια έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του αριστουργήματος που δεν αποτελεί μόνο σημαντική ιστορική πηγή αλλά και αξιολογότατο λογοτεχνικό κείμενο πρωτότυπο στο είδος του. Συνέχισε να γράφει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, αλλά περιοδικά και αποσπασματικά, γιατί έκανε νέους αγώνες για Σύνταγμα και δικαιοσύνη και σταμάτησε το γράψιμο το 1850, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση στην χώρα του και ιδιαιτέρως από Ιωάννη Κωλέτη και την παρέα του, τον οποίο επικρίνει σφοδρά στην εισαγωγή, όπως θα δούμε παρακάτω για κακοδιοίκηση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης το 1907 δημοσίευσε για πρώτη φορά τα Απομνημονεύματα, αφού τα μελέτησε και τα μετέγραψε από την φωνητική ορθογραφία του συγγραφέα στη σημερινή μορφή, συνοδεύοντας τα με έναν πολύ σημαντικό πρόλογο και με αξιόλογα σχόλια της δεκαεπτάμηνης κοπιαστικής εργασίας του. Στην αρχή το έργο του Μακρυγιάννη δε βρήκε απήχηση και οι λόγιοι τον θεωρούσαν αγράμματο και απλοϊκό και ανάξιο λόγου. Όταν όμως ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε στην Νέα Εστία το 1941 ένα μελέτημα με τίτλο Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ, άρχισε να ενδιαφέρεται ο πνευματικός κόσμος και να ανακαλύπτει τη μεγάλη αξία του έργου του. Ακολούθησαν πάρα πολλοί ο Γιώργος Σεφέρης, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Ι. Θ. Κακριδής και άλλοι, αλλά δυστυχώς η ελληνική Πολιτεία άργησε πολύ. Μόλις τη δεκαετία του ογδόντα άρχισαν να διδάσκονται κάποια κείμενά του. Σήμερα διδάσκεται στη Γ’ Γυμνασίου ένα απόσπασμα από τον πρόλογό του. Η «γυμνή αλήθεια» του Μακρυγιάννη ενοχλούσε μέχρι τότε φαίνεται και προτιμούσαν την εξιδανικευμένη εικόνα για τους ήρωες του Εικοσιένα, τους εντυπωσιασμούς και τις εθνικιστικές κορώνες!

Ας δούμε όμως την  εισαγωγή που έγραψε το 1850 στην οποία αναγνωρίζει ότι βαρύνει τους αναγνώστες με την αμάθεια ως αγράμματος, αλλά ζητάει να διαβάσουν πρώτα όλο το έργο και μετά και να εκφέρουν άποψη. Τονίζει ότι γράφει για τα δυστυχήματα της Πατρίδας και της Θρησκείας που προκάλεσαν η ανοησία και η ιδιοτέλεια των πολιτικών, θρησκευτικών και στρατιωτικών ηγετών, την απώλεια πολλών αθώων θυμάτων, την έλλειψη αρετής και πατριωτισμού και τον όλεθρο για τον οποίο ευθύνονται όλοι «οπού εφέραμε τον όλεθρο της πατρίδας μας όλοι μας».  Παραδέχεται ύστερα από τη γενική θεώρηση του έργου του ότι έγραψε με αγανάκτηση και οργή  «δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον», ότι έκανε πολλές επαναλήψεις (ότι είµαι αγράµµατος και δεν θυµώµαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική), και ότι είναι καταπέλτης εναντίον του Κωλέτη και της συντροφιάς του που με την κακοδιοίκηση και με τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος οδήγησαν την Πατρίδα στο γκρεμό. Βέβαια αυτοί συνέχισαν τα προηγούμενα λάθη, αλλά το παράκαναν. Η ευθύνη είναι συλλογική. Ευθύνεται και ο ίδιος. Γι’ αυτό τα γράφει όλα αυτά, για να τα μάθουν οι μεταγενέστεροι, όταν έρθουν στο φως. «Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να µην τους απατάγη η ‘διοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεµνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαµεν εµείς. ‘Ολο εις τον κρεµνόν κυλάµεν κάθε µέρα». Δέστε πόσο ωραία τα γράφει και πόσο επίκαιρα είναι όλα τα γραφόμενα του σήμερα!

Αδελφοί αναγνώστες! Επειδή έλαβα αυτείνη την αδυναµία να σας βαρύνω µε την αµάθειά µου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σηµειώνω εδώ και ξηγώµαι πότε µε κόλλησε αυτείνη η ιδέα, -από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το ‘Αργος – και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωµα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώµη ούτε υπέρ, ούτε κατά. ‘Οτι είµαι αγράµµατος και δεν µπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ‘στα γραφόµενα• και… τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης. Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήµατα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν µας και ‘διοτέλειά µας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ‘µάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζηµιώσαµε την πατρίδα µας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σηµειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως την σήµερον, οπού δεν θυσιάζοµε ποτές αρετή και πατριωτισµόν και είµαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύοµεν να χαθούµεν. Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραµεν τον όλεθρον της πατρίδας µας όλοι µας, τότε ως έχοντας και εγώ µερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω µε πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων• όχι να ‘χω καµµιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος της πατρίδος µου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν µπόρεσα να γράψω γλυκώτερα. Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού µου έγιναν πολλές καταδροµές, το είχα κρυµµένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη µήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώµαι γλυκώτερα δια κάθε άτοµον. Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά µέρη ‘παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είµαι αγράµµατος και δεν θυµώµαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σηµειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαµεν τόσα µεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίµιων ανθρώπων -και να χύση τόσα άδικα αίµατα των οµογενών του και να πάθη η δυστυχισµένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαµό του από τους ίδιους τους µαθητάς του και συντρόφους του, οπού µας κυβερνούν• και οι προκοµµένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταµείο, και όλο το κράτος τό ‘φεραν σε µίαν µεγάλη δυστυχία και ανωµαλία• και ένας µεγάλος στόλος των σκύλων µας έχουν µπλόκον, οπού ‘ναι περίτου από τρεις µήνες, και µας πήραν όλα τα καράβια και µας κατακερµάτισαν όλο το εµπόριον και τζαλαπάτησαν την σηµαίαν µας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ‘χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόµους και κλαίνε µε µαύρα δάκρυα. ‘Ολα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώµαστε µε αυτό το σύστηµα και µε τους τοιούτους συντρόφους του. Και από αυτό παθαίνοµεν και τι θα πάθωµεν ακόµα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ‘διοτέλειές του και για να κατακερµατίσουνε  και την Τρίτη Σεπτεβρίου -οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταµα – και τό ‘χοµεν εις το χαρτί και αντίς να µας ωφελήση µας αφανίζει ολοένα. ‘Ολοι οι άλλοι, οπού γράφω εξαρχής, είναι άγιοι οµπρός σ’ αυτόν και την συντροφιά του τη σηµερνή, µ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα. ∆ια όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος µπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά µου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω µ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνοµά του µε καλόν τρόπον, όχι µε βρισές, δια να χρησιµεύουν αυτά όλα εις τους µεταγενεστέρους και να µάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι σ’ αυτήν την πατρίδα και µ’ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να µην τους απατάγη η ‘διοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεµνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαµεν εµείς. ‘Ολο εις τον κρεµνόν κυλάµεν κάθε ‘µέρα. ‘Οταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίµιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωµα να κάµη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.

(Το κείµενο είναι μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασµένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη Πηγή: Διαδίκτυο, e-Βιβλιοθήκη ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ).

(συνεχίζεται)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.