Παρά την διαδεδομένη χρήση της μεταξύ παιδιών και εφήβων, μέχρι σήμερα πολύ λίγες έρευνες έχουν εστιάσει στον τρόπο που η καφεΐνη επιδράει στους νέους.

KAFESΤώρα, μια νέα έρευνα επιστημόνων της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Επαγγελμάτων Υγείας του πανεπιστημίου Buffalo στη Νέα Υόρκη, δείχνει ότι -μετά την εφηβεία- τα όργανα των αντρών και των γυναικών αντιδρούν διαφορετικά στην καφεΐνη.

Γνωρίζουμε ότι η καφεΐνη αυξάνει την αρτηριακή πίεση και μειώνει τον καρδιακό ρυθμό σε όλα τα παιδιά, τους έφηβους και τους ενήλικες. Στη νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Pediatrics, οι ερευνητές ήθελαν να εξετάσουν πώς μπορεί να διαφέρουν οι καρδιαγγειακές αντιδράσεις στην καφεΐνη μεταξύ των δύο φύλων μετά από την εφηβεία, καθώς επίσης εάν ο εμμηνορροϊκός κύκλος των έφηβων γυναικών μπορεί να επηρεάσει τις επιδράσεις της καφεΐνης στο γυναικείο οργανισμό.

Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες εξέτασαν τις περιπτώσεις 54 αγοριών και 47 κοριτσιών ηλικίας από 15 έως 17 ετών, καθώς και 52 παιδιών προ-εφηβικής ηλικίας (8-9 ετών και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το φύλο). Οι ερευνητές πήραν μετρήσεις της πίεσης του αίματος και των καρδιακών παλμών όλων των παιδιών που συμμετείχαν στην διαδικασία.

Στη συνέχεια, αφότου τους χορήγησαν είτε ένα placebo, είτε δύο δόσεις καφεΐνης (σε μορφή δύο χαπιών, με περιεκτικότητα 1 και 2 mg/kg καφεΐνης αντίστοιχα), ξαναπήραν τις ίδιες μετρήσεις από τα παιδιά.

Διαπίστωσαν ότι τα αγόρια είχαν μεγαλύτερη ανταπόκριση στην καφεΐνη από ό,τι τα κορίτσια. Όμως, οι διαφορές των δύο φύλων στην αντίδραση του οργανισμού τους στην καφεΐνη ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις κοριτσιών στην εφηβική ηλικία. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των φύλων στην επίδραση της καφεΐνης στα παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Επίσης, αποδείχτηκε ότι ο εμηνορροϊκός κύκλος των κοριτσιών δεν παίζει κανένα ρόλο στον τρόπο που ο οργανισμός τους αντιδράει στην καφεΐνη.

Αν και η έρευνα δείχνει ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων, όσον αφορά τον τρόπο που ο οργανισμός τους ανταποκρίνεται στην καφεΐνη, προκύπτουν μετά την εφηβεία, τα δεδομένα δεν εξηγούν τι ακριβώς προκαλεί αυτές τις διαφορές.

Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να καθοριστεί εάν αυτές οι διαφορές προκαλούνται από φυσιολογικούς παράγοντες -όπως οι στεροειδείς ορμόνες- ή από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.

onmed

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.