Ο μεγιστάνας της ενημέρωσης παρέμεινε κατά βάθος άνθρωπος των εφημερίδων με τα ένστικτα ενός ρεπόρτερ ταμπλόιντ

“Είναι εθισμένος με τις ειδήσεις. Ενδιαφέρεται για το τι θα αυξήσει τις πωλήσεις, για το τι θα μπει στην πρώτη σελίδα. Είναι πάντα σε διαρκή συνεννόηση με τους διευθυντές του», λένε πρώην και νυν εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις του.

Ήταν η μεγαλύτερη αποκλειστική είδηση των τελευταίων ετών, μια αποκάλυψη από την «Daily Telegraph» για το πως οι βρετανοί πολιτικοί καταχρώνται τους λογαριασμούς για τα έξοδά τους που πληρώνονται από το Κοινοβούλιο προκειμένου να αγοράζουν καθαριστικά για τις γλιτσίνες. Οι αποκαλύψεις της εφημερίδας, τον Μάιο του 2009, συγκλόνισαν το Κοινοβούλιο και ντρόπιασαν τους βουλευτές. Εξόργισαν όμως ιδιαίτερα τον Ρούπερτ Μέρντοκ, πρόεδρο της News Corp. για τον απλό λόγο ότι σε δύο από τις εφημερίδες του – τους «Times» του Λονδίνου και τη «Sun» – είχε προταθεί να αγοράσουν τις σχετικές πληροφορίες αλλά το είχαν απορρίψει.

«Μας ερχόταν ένας άνεμος θυμού από την άλλη μεριά του Ατλαντικού», λέει ένας πρώην δημοσιογράφος εφημερίδας του Μέρντοκ. Στη News International, τη βρετανική θυγατρική του αυστραλού (αμερικανού πολίτη) μεγιστάνα, τα στελέχη έσπευσαν να απεκδυθούν την ευθύνη. Στο τέλος, λένε σήμερα αρκετά άτομα που γνωρίζουν τα όσα συνέβησαν, τα στελέχη κατηγόρησαν τον δικηγόρο για την αστοχία, επειδή τους έδωσε λάθος συμβουλές. Λίγους μήνες αργότερα, ζητήθηκε από τον δικηγόρο να εγκαταλείψει την εταιρεία στην οποία εργαζόταν επί 33 χρόνια, λόγω μιας άλλης διαφωνίας σχετικά με τις συμβουλές του.

ΤΟΥΣ ΣΤΟΙΧΙΣΕ. Αν και δεν είναι ξεκάθαρο εάν ο Ρούπερτ Μέρντοκ έπαιξε προσωπικά ρόλο σε όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι αποκαλύψεις της «Telegraph» παρέμειναν ένα ευαίσθητο σημείο γι’ αυτόν και ότι τα συναισθήματά του μεταφέρθηκαν σε όλες τις βαθμίδες των επιχειρήσεών του. Λίγο καιρό αργότερα, μια αμερικάνικη εφημερίδα που είχε στην ιδιοκτησία του, η «Wall Street Journal», πραγματοποίησε έρευνα για τις δαπάνες των αμερικανών βουλευτών.

Ο διευθυντής της «Telegraph» ο Ουίλ Λιούις που έκανε τις αποκαλύψεις, πρώην επικεφαλής του οικονομικού τμήματος στους (ιδιοκτησίας Μέρντοκ) «Sunday Times», επαναπροσελήφθη ως γενικός διευθυντής της News International. Η ιστορία με τις δαπάνες ήταν η μεγάλη βρετανική είδηση που ο Μέρντοκ ανέφερε κατά την κατάθεσή του στην ειδική επιτροπή της βρετανικής Βουλής για τις υποκλοπές. «Απασχολώ 53.000 εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο», είχε δηλώσει τότε ο 80χρονος Μέρντοκ ο οποίος παρότι εμφανίστηκε αδύναμος μπροστά στους βουλευτές, δεν έχει σταματήσει καθόλου να ασχολείται με τις καθημερινές εκδόσεις των εφημερίδων του, σύμφωνα με δημοσιογράφους που εργάζονται ή εργάζονταν γι’ αυτόν.
«Πραγματικά δεν πείστηκα καθόλου από αυτήν την παρουσία», λέει ο Ρόι Γκρινσλέιντ, πρώην στέλεχος των ΜΜΕ του Μέρντοκ που είναι τώρα καθηγητής δημοσιογραφίας στο City University του Λονδίνου.

«Είμαι βέβαιος ότι δεν είναι σήμερα τόσο παρεμβατικός όσο ήταν πριν από 20 χρόνια, αλλά μπορεί κάποιος να δει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν η “Sun” και η “News of the World” για να καταλάβει ότι εκεί ο λόγος του είναι νόμος».

ΟΙ ΥΠΟΚΛΟΠΕΣ. Τον Ιανουάριο, και ενώ το σκάνδαλο των υποκλοπών άρχισε να γιγαντώνεται και ο Αντι Κόλσον, ο πρώην διευθυντής της «News of the World», παραιτήθηκε από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου (αργότερα συνελήφθη με την κατηγορία ότι διέταξε υποκλοπές και αποπειράθηκε να λαδώσει αστυνομικούς), ο Ρούπερτ Μέρντοκ ανέβαλε το ταξίδι που είχε προγραμματίσει στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός και ανέλαβε τα ηνία της υπόθεσης.

Περιτριγυρισμένος από τους διευθυντές της «Sun» και των «Times» του Λονδίνου, τον γιο του Τζέιμς, τη Ρεμπέκα Μπρουκς, τότε επικεφαλής της News International (και αυτή έχει συλληφθεί πλέον και αντιμετωπίζει τις ίδιες κατηγορίες με τον Κόλσον), ο Μέρντοκ επιδεικτικά έτρωγε μεσημεριανό στην καφετέρια της επιχείρησης. Κατόπιν εμφανίστηκε στη σύσκεψη των στελεχών των «Times» όπου έδωσε την άποψή του για ένα από τα μεγάλα ρεπορτάζ της ημέρας: την απόφαση του Sky News να απολύσει τον παρουσιαστή ενός αθλητικού προγράμματος επειδή έκανε άκομψα σχόλια σχετικά με τη συμπαρουσιάστριά του.

Προκειμένου τα πράγματα να γίνουν ακόμα πιο περίπλοκα, το κανάλι Sky ανήκει στον όμιλο BSkyB τον οποίο ελέγχει η News Corp και ο εν λόγω παρουσιαστής, Αντι Γκρέι, είχε πρόσφατα μηνύσει τη «News of the World», ισχυριζόμενος ότι είχε βάλει κοριό στο τηλέφωνό του. Συζητώντας για όλα αυτά στη σύσκεψη, ο Μέρντοκ είπε, σύμφωνα με παρευρισκόμενους: «Αυτή η χώρα έχει χάσει κάθε αίσθηση του χιούμορ».

ΣΕ ΣΥΝΕΧΗ ΔΡΑΣΗ. Ο Ρούπερτ Μέρντοκ άρχισε την καριέρα του όταν κληρονόμησε τη μικρή εκδοτική επιχείρηση του πατέρα του στην Αυστραλία και παρέμεινε κατά βάθος ένα άνθρωπος των εφημερίδων με τα ένστικτα ενός ρεπόρτερ ταμπλόιντ, λένε πολλοί πρώην και νυν εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις του – κανείς δεν θέλει όμως να μιλήσει επώνυμα διότι φοβούνται την οργή του. «Ζει ουσιαστικά μέσα από τις εφημερίδες του με πολλούς τρόπους», λέει ένας πρώην διευθυντής μεγάλης εφημερίδας της News Corp. «Είναι εθισμένος στις ειδήσεις. Ενδιαφέρεται για το τι θα αυξήσει τις πωλήσεις, για το τι θα μπει στην πρώτη σελίδα. Είναι πάντα σε διαρκή συνεννόηση με τους διευθυντές του».

Αλλωστε ο Μέρντοκ προσλαμβάνει στελέχη που έχουν την ίδια φιλοσοφία με εκείνον – δεξιές απόψεις, εναντίον των μεγάλων κρατικών δαπανών, αντιευρωπαϊστές και φίλα προσκείμενοι στις επιχειρήσεις. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε εκείνους που συμπαθεί και στερεώνει τους δεσμούς του με αυτό που ένας άλλος πρώην διευθυντής βρετανικού εντύπου του περιγράφει ως «περίεργες, σχεδόν οικογενειακές σχέσεις» – βρίσκονται συχνά κοινωνικά και πηγαίνει ο ένας στους γάμους του άλλου.

Εάν όμως οι σοβαρές βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες – οι «Times», οι «Sunday Times» του Λονδίνου και η «Wall Street Journal» – του δίνουν γόητρο και κύρος, τα ταμπλόιντ του δίνουν την πλατφόρμα για να προωθήσει τα πολιτικά και επαγγελματικά του ενδιαφέροντα. Και εκεί βρίσκεται η καρδιά του. Πρώην διευθυντές της «News of the World» που πλέον δεν κυκλοφορεί και της «Sun» παραδέχονται ότι τους καλούσε στο τηλέφωνο συχνά, κάνοντας τον χαλαρό αλλά στην ουσία προκαλώντας ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα στους συνομιλητές του με καυστικές ερωτήσεις και μακρές, δυσοίωνες σιωπές. «Το αποκαλούσαμε τηλεφωνική τρομοκρατία», λέει ο Γκρινσλέιντ.

«Προσπαθούσες να γεμίσεις τη σιωπή και όταν απεραντολογείς είναι βέβαιο ότι θα κάνεις λάθη».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου των Φόκλαντ, το 1982, η «Sun» δημοσίευσε τον περίφημο τίτλο «Gotcha!» σε ένα ρεπορτάζ για το πώς το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό είχε τορπιλίσει και βυθίσει το αργεντίνικο καταδρομικό «Στρατηγός Μπελγκράνο». Ο διευθυντής όμως Κέβιν Μακένζι άρχισε να ξανασκέφτεται αυτόν τον τίτλο που έμοιαζε με ποπ σουξεδάκι και περιέγραφε μια επίθεση στην οποία σκοτώθηκαν εκατοντάδες Αργεντινοί. Αλλαξε τον τίτλο στις επόμενες εκδόσεις εκείνης της ημέρας. Είχε όμως αγωνία για το τι θα σκεφτόταν «Το Αφεντικό», όπως αποκαλούσε τον Μέρντοκ. Πήγε και βρήκε τον αυστραλό μεγιστάνα που βρισκόταν στο Λονδίνο εκείνες τις ημέρες. «Εγώ δεν θα τον άλλαζα αν ήμουν στη θέση σου», του είχε πει ήρεμος ο Μέρντοκ, σύμφωνα με ένα βιβλίο του Πίτερ Τσίπιντεϊλ και του Κρις Χόρι για τη «Sun». «Μου φαινόταν ένας καλός αναθεματισμένος τίτλος».

Στην πρόσφατη κατάθεσή του στη βρετανική Βουλή ο Ρούπερτ Μέρντοκ δήλωσε ότι τηλεφωνεί στον διευθυντή της «Sunday Times» Τζον Ουίδερο, συνήθως το βράδυ του Σαββάτου και μιλάει συχνά με τον Ρόμπερτ Τόμσον, διευθυντή της «Wall Street Journal», ο οποίος είναι επίσης Αυστραλός και ίσως αυτός με τον οποίο έχει τη στενότερη σχέση μεταξύ των στελεχών του στα ΜΜΕ. Από τότε που την αγόρασε, τα άρθρα της «WSJ» έχουν γίνει πιο μικρά σε μέγεθος, πιο δηκτικά και δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις ειδήσεις, ανταποκρινόμενα στις απόψεις του ιδιοκτήτη για το πώς πρέπει να είναι οι εφημερίδες. Για κάποιο διάστημα ο Μέρντοκ βρισκόταν διαρκώς στην αίθουσα σύνταξης της οικονομικής εφημερίδας αλλά και στις συσκέψεις, στις οποίες συνήθως παρέμενε σιωπηλός και αποχωρούσε περίπου στη μέση.

Παρότι όμως ο Μέρντοκ έχει τόσο στενή σχέση με τον Τόμσον, δεν κάνει προσπάθεια να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο καλύπτει τις ειδήσεις η «Wall Street Journal», λέει ο Τόμσον. «Ούτε μία φορά. Ποτέ. Υπάρχει μια ξεκάθαρη, ευκρινής και απολύτως οριοθετημένη γραμμή. Ο Ρούπερτ σέβεται την ανεξαρτησία του διευθυντή και την αυτονομία μας. Το να υπονοήσει κάποιος ότι αλλοιώνουμε την κάλυψη των γεγονότων θα αποτελούσε προσβολή για όλους τους δημοσιογράφους της εφημερίδας, οι οποίοι ένας προς έναν είναι οι καλύτεροι στον κόσμο».

ΒΑΡΙΑ ΣΚΙΑ. Εργαζόμενοι στους «Times» του Λονδίνου, όπου ο Μέρντοκ αναφέρεται εν τη απουσία του ως απλά «ΚΡΜ» – τα αρχικά του πλήρους ονόματός του Κιθ Ρούπερτ Μέρντοκ – υποστηρίζουν ότι η σκιά του αφεντικού τους πλανάται βαριά αν και δεν εμφανίζεται συχνά στην αίθουσα σύνταξης. «Συνήθως θέλει να μάθει τις απόψεις μας για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο», λέει ένας πρώην εργαζόμενος στην εφημερίδα. «Τον ενημερώνουμε για τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική, τις επιχειρήσεις και το Αφγανιστάν – κελαηδάμε για να κερδίσουμε το φαγητό μας».

Όμως τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι εργαζόμενοι λένε ότι με τον Τζέιμς Μέρντοκ επικεφαλής στο Λονδίνο, το ενδιαφέρον της εταιρείας στράφηκε αλλού – δόθηκε λιγότερη σημασία στις ειδήσεις και περισσότερη στις επιχειρήσεις. Τα προβλήματα στη «News of the World» θεωρείται ότι δημιουργήθηκαν όταν είχε ήδη αναλάβει την ευθύνη ο Τζέιμς, που δεν μοιράζεται την αγάπη του πατέρα του για την έντυπη δημοσιογραφία.
«Ξαφνικά, τα πάντα άρχισαν να περιστρέφονται γύρω από το Λος Αντζελες και τη Νέα Υόρκη, γύρω από τις ταινίες, τα δορυφορικά προγράμματα και το Ιντερνετ», λέει ένα πρώην στέλεχος, περιγράφοντας πως ξαφνικά οι εφημερίδες αισθάνθηκαν ότι πρέπει να διεκδικήσουν το ενδιαφέρον της εταιρείας, αλλιώς είτε θα ξεχνιόντουσαν είτε θα πωλούνταν. «Αρχισαν να θεωρούν τις εφημερίδες ως το χόμπι του γέρου».

SARAH LYALL / THE NEW YORK TIMES

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.