Ένα παιδί, από τα 28.000 παιδιά, που έζησε τα γεγονότα του Εμφυλίου, της Πολιτικής Προσφυγιάς και της Παλιννόστησης, θυμήθηκε. Θυμήθηκε και αφηγήθηκε τις αναμνήσεις του, στον συγγραφέα Πέτρο Λόλα. Μια αφήγηση που η άρθρωσή του ήταν βουτηγμένη στον πόνο, που στο ιστορούμενο περιβάλλον φουσκώνουν οι αναστεναγμοί και ο φόβος και είχε ως εκχύλισμα την πίκρα και την ανείπωτη απογοήτευση…

Την Τετάρτη21 Νοεμβρίου 2018, το βράδυ στις 20:00, στην κατάμεστη αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, με ιδιαίτερη σπουδή και φροντίδα, οργανώθηκε η παρουσίαση του βιβλίου, του συμπατριώτη μας συγγραφέα, καθηγητή της Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Πέτρου Λόλα, με τίτλο: «28.000 Ένα παιδί στο «Παιδομάζωμα» θυμήθηκε», από το Βιβλιοπωλείο «Ασυναγώνιστο» του Δημήτρη Αναγνώστου.

Την αυλαία της εκδ



ήλωσης άνοιξε η Λίτσα Παπαδοπούλου, ως εκπρόσωπος του Βιβλιοπωλείου, προαναγγέλλοντας τους ομιλητές.

Καταθέτουμε αποσπάσματα της ομιλίας του Διευθυντού της Βιβλιοθήκης Ζαγκανίκα Σίμου.

Ένα παιδί, από τα 28.000 παιδιά, που έζησε τα γεγονότα του Εμφυλίου, της Πολιτικής Προσφυγιάς και της Παλιννόστησης, θυμήθηκε. Θυμήθηκε και αφηγήθηκε τις αναμνήσεις του, στον συγγραφέα Πέτρο Λόλα. Μια αφήγηση που η άρθρωσή του ήταν βουτηγμένη στον πόνο, που στο ιστορούμενο περιβάλλον φουσκώνουν οι αναστεναγμοί και ο φόβος και είχε ως εκχύλισμα την πίκρα και την ανείπωτη απογοήτευση…

Ο Πέτρος Λόλας πήρε την αδρή αυτή εξιστόρηση ζωής και την μετέφερε στο χαρτί με την πένα του, με λόγο λυτό, απέριττο, άμεσο, δωρικό, όπως ακριβώς την αποτύπωσε στην μνήμη του, χωρίς να παρεκκλίνει σε συναισθηματισμούς που εξωραΐζουν, ή, που μειώνουν κατ’ ελάχιστον την αλήθεια των γεγονότων.

Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας εγγράφεται στην εξιστόρηση του βιβλίου, χωρίς βαπτιστικό όνομα, ως 7χρονος αδελφός, όπως οι εγγραφές και των λοιπών συμπρωταγωνιστών (γονέων και αδελφών). Παίρνει τον προσδιορισμό, ως επτάχρονος, από την ηλικία των 7 ετών, που είναι η ηλικία μύησης του στα γεγονότα και ο χρόνος που τούτα γίνονται αντιληπτά και εξιστορούνται. Πράγμα που δηλώνει τη σεμνότητα του αφηγητή αφ’ ενός και αφ’ ετέρου την βαθειά του επιθυμία να αναδείξει με αξίωση απρόσκοπτης αντικειμενικότητας τα γεγονότα. Γεγονότα, που η αξία τους είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη για όλους τους Έλληνες που βρέθηκαν στο καμίνι της εμφύλιας σύρραξης και στην σκοτεινή πλευρά των νικητών του Εμφυλίου. Είναι τα πέτρινα χρόνια, όπως τα ονόμασε ο λαός μας ή τα χαλασμένα χρόνια, όπως αποτυπώνονται στο βιβλίο, ήτοι τα χρόνια του χαλασμού… Τα χρόνια εκείνα, που οι μυλόπετρες των ακραίων μηχανισμών εξουσίας άλεθαν το σώμα του Ελληνισμού.

Ο συγγραφέας στην απόληξη του προλόγου του, μας λέει πως, «η ιστορία» που είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο, «είναι μια αληθινή ιστορία, που μοιάζει με μυθιστόρημα, μπορεί και να είναι», αφήνοντας να εννοηθεί ότι έχει και την μυθιστορηματική της φαντασία, απλά εμείς θα προσθέταμε, πως το δυνητικό «μπορεί», μας οδηγεί δυνητικά να υποθέσουμε, ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία, τα μεγέθη της οποίας εγγίζουν τη μυθοπλασία. Εμείς διαβάσαμε το βιβλίο με την δέουσα προσοχή και διαπιστώσαμε την απόλυτη αλήθεια των γραφομένων. Εύλογα, θα προσθέταμε ότι πολλές φορές η ίδια η ζωή ξεπερνάει τα όρια ακόμη και της πιο φαντασιακής μυθοπλασίας. Και τέτοια συμβαίνει να είναι η ιστορία, που θα μας αφηγηθεί, ο 7χρονος αδελφός, από το Δέλνο…

Η εξιστόρηση, είναι καταγεγραμμένη σε 368 σελίδες και διανθισμένη με πολλές φωτογραφίες και φωτοτυπημένα επίσημα έγγραφα – αδιάψευστοι μάρτυρες, που αποτυπώνουν, με πιστότητα, τις συνθήκες ζωής των συντοπιτών μας, στα χρόνια του Εμφυλίου και μετά… Στο εμπροσθόφυλλο απεικονίζεται η πορεία, των αφάνταστων δυσκολιών, των γυναικόπαιδων, από την εμπόλεμη ζώνη, προς την Αλβανία. Και στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας, συνοπτικά, με δύο αράδες και εύγλωττα μας βάζει στο περιεχόμενου του βιβλίου. Σας διαβάζω την πρώτη παράγραφο «Κάποιοι το είπαν Παιδομάζωμα και άλλοι Παιδοσώσιμο, η Παιδοφύλαγμα». … Τότε έλεγαν «οι από εδώ και οι από εκεί». Για τα σχεδόν 28.000 παιδιά, σημασία τελικά δεν έχει αν ήταν Παιδομάζωμα ή Παιδοσώσιμο, αλλά πως το βίωσαν τα ίδια…»

          Το βιβλίο χωρίζεται σε 28 ενότητες- κεφάλαια, που θα έλεγα, ότι το καθένα διατηρεί τη δική του αυτοτέλεια, γι’ αυτό παρουσιάζονται σε κάποια απ’ αυτά, κάποιες επαναλήψεις, οι οποίες όμως, ως επαναλήψεις, τονίζουν τη νοηματική δυναμική της ενότητας… Οι ενότητες ενοποιούνται, στο σύνολο τους σ’ ενιαία μυθιστορία, από τον ίδιο τον αφηγητή και τους ίδιους πρωταγωνιστές.

Με περίτεχνο τρόπο, ο συγγραφέας, ανοίγει την εξιστόρηση και την κλίνει επίσης περίτεχνα αναδεικνύοντας το θέμα που διαπραγματεύεται

Στη στιχομυθία του πρώτου κεφαλαίου, μεταξύ του «επτάχρονου Πέτρου και της εξάχρονης Ειρήνης, ο πεντάχρονος Μιχαλάκης, δεν γνωρίζει το επώνυμό του, ούτε το όνομα του πατέρα και της μητέρας του, ούτε το όνομα του χωριού του και βρέθηκε μόνος του στο Δυρράχιο της Αλβανίας, τον Οκτώβριο του 1948».

Στο τελευταίο κεφάλαιο τονίζεται πως «ο Μιχαλάκης, η Ειρήνη και ο Πέτρος δεν ξανασυναντηθήκαν ποτέ στις Λαϊκές Δημοκρατίες και δεν έμαθαν τίποτα ό ένας για τον άλλο, ποτέ μέχρι σήμερα». Ο πεντάχρονος Μιχαλάκης που γνώριζε μόνο πόσο χρονών είναι, σίγουρα θα θυμήθηκε, ή θα του έμαθαν, το «μεγάλο» του όνομα, πως λένε τον πατέρα του, πως λένε τη μάνα του, από πιο χωριό είναι», τα κατοπινά χρόνια.

         Ο επίλογος είναι μια έκκληση – προτροπή του συγγραφέα «να θυμηθούν και αυτοί, όλοι, οι 28.000 μικροί» που βρέθηκαν, στους δρόμους της αναγκαστικής πορείας για την Αλβανία, στους δρόμους της Πολιτικής Προσφυγιάς και να καταγράψουν τις αναμνήσεις τους.

Θα διεισδύσουμε, με μικρές αναγνώσεις, στην ανάγλυφη εξιστόρηση της ζωής του 7χρονου αφηγητή της αυτής της πορείας και θα επισημάνουμε την τύχη και την ζωή των παιδιών και των κινδύνων που ελλόχευαν τα χρόνια εκείνα.

Η 17χρονη Ευγενία, στο τρίτο κεφάλαιο, που ήθελε να γίνει δασκάλα, επιστρατεύεται από το κόμμα για τις ανάγκες του Δημοκρατικού Στρατού, παρά την σθεναρή άρνηση των γονιών της, που συνέβαινε να έχουν την μεγαλύτερη κόρη τους στο αντάρτικο. «Η Ευγενία, έγινε από μια ριπή δύο κομμάτια και έμεινε για πάντα χωρισμένη στα δύο, σε μια κορυφή της Πίνδου…» «Ίσως η ψυχή της να τριγυρίζει ακόμα στην κορυφή Προφήτης Ηλίας της Φούρκας, μπορεί και σε όλες τις κορφές των βουνών του Εμφυλίου, όπου τόσο νωρίς και απρόσμενα «έδωσε», τη ζωή της   Έφυγε ακούσια θα ερμηνεύαμε τα εισαγωγικά, χωρίς να γίνει καμία αναφορά στο όνομά της και χωρίς να βρεθεί από τη μάνα της, το διαμελισμένο σώμα της, για να ενταφιασθεί.

          Είναι Φθινόπωρο του 1947, στα μέσα Νοεμβρίου, εξιστορείται στο 5ο κεφάλαιο. Είναι πρωί, 8-9 η ώρα. Ο πατέρας και ο μεγαλύτερος12χρονος αδελφός λείπουν γιατί τους έχουν πάρει οι αντάρτες με έναν κομματικό υπεύθυνο του χωριού , πριν λίγες μέρες και η μάνα δεν ξέρει ούτε που βρίσκονται, ούτε αν ζουν.

          Στο σπίτι καταφθάνει ο Κώστας Σ, ένας από τους κομματικούς υπευθύνους στο χωριό, μαζί με 7-8 αντάρτες και λέει στη μάνα, ότι έχει διαταγή από το Αρχηγείο να πάρει όλα τα ζώα και τα γεννήματα για τις ανάγκες του Λαϊκού Στρατού. Είναι απόφαση του Αρχηγείου, ως τιμωρία, γιατί ο πατέρας με τον μεγαλύτερο 12 χρόνο αδελφό έδιναν πληροφορίες στο στρατό και γι αυτό τους έχουν στη φυλακή.

          Η μάνα δεν σταματάει να παρακαλάει, είναι κρίμα, πως θα ζήσουν τρία παιδιά και αυτό που έχει στην κοιλιά… Η αυλή μπροστά στο σπίτι είχε γίνει σφαγείο…. Ούτε ένας χωριανός δεν τόλμησε να πλησιάσει, ακόμα και τα αδέλφια του πατέρα. Τι θα απογίνουν, χωρίς ούτε μια οκά αλεύρι, χωρίς τον πατέρα και χωρίς το μεγάλο της παιδί. Τελικά μετά από έναν μήνα κράτησης και ανακρίσεων στο Μοναστήρι της Φούρκας, δεν μπόρεσε να τεκμηριωθεί η πλαστή κατηγορία και με την παρέμβαση κάποιου ανώτερου στην κομματική ιεραρχία, αφέθηκαν ελεύθεροι… Την κατηγορία την χάλκευσε έτερος χωριανός μέλος του Κόμματος. Πολλούς από τους φυλακισμένους τους έβγαζαν στο δάσος για να πάρουν αέρα και μάλιστα τον τελευταίο τους αέρα…

          Το 8ο κεφάλαιο επιγράφεται «Η μεγάλη αβάσταχτη πορεία. Χωριό- Αλβανία»

          Φαίνεται ότι αρχηγός, επικεφαλής…ήταν η αντάρτισσα Όλγα από το χωριό Κ, γιατί πήρε το πιστόλι από τη θήκη του και βάζοντάς το στο κεφάλι της μάνας είπε: «συναγωνίστρια δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, … οι μπουραντάδες είναι κοντά…η έρχεσαι να φύγουμε ή μένεις εδώ ανήμπορη πλάι στο ανάπηρο παιδί σου, αποφάσισε». Τη σκηνή αυτή, της αντάρτισσας με το πιστόλι στα χέρια και στο κεφάλι της μάνας, τα τρία παιδιά της οικογένειας , ο μεγάλος αδελφός, ο αδελφός «σακάτης» και ο 7χρονος αδελφός θα την καταχωνιάσουν βαθειά μέσα στο μυαλό τους, … δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη τους.

          Η μετακίνηση γινόταν πάντα νύχτα για να μην είναι ορατή από τον κυβερνητικό στρατό.

          Κάποια στιγμή η μάνα είπε πως δεν μπορεί να βαδίσει είναι πολύ κουρασμένη

          Η διατροφή των αμάχων δυσκόλεψε περισσότερο. Ο κόσμος πεινούσε τα παιδιά όλο ζητούσαν ψωμί…

          Η διαδρομή ήταν μεγάλη, με ανηφοριές και κατηφοριές. Αλλού σε μικρά και αλλού σε μεγάλα λακκώματα. Μέρες κούρασης, πεινασμένοι, με λιγοστό νερό.

          Το πρωί όταν έφτασαν στη νέα θέση τα πόδια ήταν πρησμένα, καταματωμένα και τα τσουράπια σχεδόν δεν υπήρχαν.

          Στο Πρένις της Αλβανίας ο άμαχος πληθυσμός έμεινε όλο το Χειμώνα του19 48, Το 1949 μετακινήθηκαν στο Δυρράχιο και τον Δεκέμβρη του 1949 έγινε η μεταφορά τους μέσω του Γιβραλτάρ στο Γκντάνσκ της Πολωνίας και στην συνέχεια τους σκόρπισαν στις διάφορες Λαϊκές Δημοκρατίες….

          Ο 7χρονος αδελφός, εκούσια, χωρίς την άδεια των γονιών μπαίνει στην ομάδα των παιδιών που μετακινούνται στον Παιδικό Σταθμό της Οράντεα στη Ρουμανία. Οι συνθήκες είναι πολιτισμένες και πρωτόγνωρες για τα ξυπόλητα παιδιά της μεγάλης πορείας και της Γρεβενιώτικης επαρχίας.

          Τους εξασφαλίζονται σπίτι, ρούχα, φαγητό, σχολεία και μόρφωση. Ο 7χρονος πρώτευσε στο σχολείο, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει πιονέρος, γιατί ο πατέρας – αντάρτης παραδόθηκε στους φασίστες, έγινε προδότης και ο γιός του δεν μπορούσε να πάρει το μαντιλάκι του πιονέρο. Το κόμμα γνώριζε τα πάντα…

          Το 1954 μετά από 5 χρόνια, δρομολογείται η επιστροφή τους στην Πατρίδα. Ο 7χρονος δεν θέλει να επιστρέψει. Η προπαγάνδα του κόμματος και οι πολύ καλές συνθήκες διαμονής, όπως και η προοπτική των σπουδών, τον κάνουν να δυσανασχετεί με την επιστροφή. Αλλά, η απόφαση από τη μάνα του είναι τελεσίδικη.

          Η υποδοχή στην πατρίδα γίνεται με συνεχείς ανακρίσεις και παρακολουθήσεις. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική για την οικογένεια. Οι συνθήκες διαβίωσης στο Δέλνο είναι πρωτόγονες. Η προσαρμογή είναι δύσκολη.

          Ο 7χρονος όμως καταφέρνει και σπουδάζει, αλλά ο διορισμός του στο Δημόσιο, όπως και στον ιδιωτικό τομέα απαιτεί Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων.

Ο 7χρονος θυμήθηκε, έφερε στη μνήμη του τα γεγονότα που έζησε. Κι όταν η μνήμη παίρνει την πέννα, τότε γίνεται διαχρονική και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε να μην εμφανισθούν ξανά αυτές οι αιμάσουσες μυλόπετρες των ακραίων μηχανισμών εξουσίας που άλεσαν το σώμα και την ψυχή του Ελληνισμού. Η μια μυλόπετρα, με την μεταφυσική διάσταση του αλάθητου του Κόμματος και των άτεγκτων διαταγών, που δεν επιδέχονται ευαισθησιών, η άλλων ερμηνειών, μπροστά στην επίτευξη των στόχων, επιβάλλει την δικτατορία της μιας πρότασης, που είναι η πρόταση του μηχανισμού εξουσίας.. Και η άλλη, με την λογική της καθυπόταξης της κοινωνίας στο ιδιοτελές προσωπικό συμφέρον. Πιστεύοντας, ότι η Δημοκρατία και η Ελευθερία θα πρέπει να υφίστανται όσο εξυπηρετούνται τα ιδιοτελή συμφέροντα τους, ως επιβητόρων της εξουσίας. Όταν αυτά, κατ’ ελάχιστον, διακυβεύονται τότε επιβάλλεται η συρρίκνωση τους με την επιβολή Δικτατορίας….

Από την ανάγνωση του βιβλίου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η πεποίθηση μου ότι οι ακραίες ιδεολογικά πολιτικές συσπειρώσεις δημιουργούν ακρότητες και ακρωτηριάζουν την αξιοπρέπεια των πολιτών, το σεβασμό των πολιτικών θεσμών, τη Δημοκρατία και την Ελευθερία του λαού και ακόμη, πως, ότι χτίζεται με αίμα, δημιουργεί ματωμένες αλήθειες και ανασταίνει βαμπίρ και φαντάσματα…

Η ζωή του 7χρονου αφηγητή , έχει ομοιότητες μ’ αυτή του συγγραφέα, Πέτρο Λόλα. Είναι μια ζωή, που οι βουλές των χρόνων και των συγκυριών, τους επιφύλαξαν πελάγη από δυσκολίες ανείπωτες.

Για να ξαναφέρω την εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε τότε στον Τόπο μας θα κλείσω την παρουσίαση μου με δύο μικρά ποιήματα του μεγάλου μας Γρεβενιώτη ΠοιητήΧρήστου Μπράβου

Οικογενειακό νεκροταφείο

Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά

η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους

Γενέθλιος τόπος

Πατρίδα των απόντων.

Οι φράχτες
κ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.

Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.

            Η παρουσίαση έκλεισε μ’ ένα ταξίδι μέσα από φωτογραφίες και ντοκουμέντα από τον συγγραφέα του βιβλίου, στα χρόνια της αφήγησης.

                                                                   Σίμος Ζαγκανίκας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.