Λίγο πριν από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας μας, οι περισσότεροι λόγιοι εγκατέλειψαν την πατρίδα μας και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Αυτοί συνέβαλαν κατά πολύ στην εκεί καλλιέργεια των γραμμάτων και στην «αναγέννηση», όπως την αποκαλούν οι δυτικόφρονες συμπατριώτες μας μέχρι σήμερα. Παρασιωπούν όμως ότι τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας είχαν αντιγράψει κατά καιρούς ορθόδοξοι μοναχοί, οι οποίοι δέχονται άγρια την κριτική για την εν γένει βιωτή τους και χαρακτηρίζονται υπεύθυνοι για την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Αποσιωπάται ότι οι φυγόντες λόγιοι ετέθησαν στην υπηρεσία των πλουσίων οικογενειών, οι οποίες κατά καιρούς αντιμάχονταν μεταξύ τους και συνωμοτούσαν υπέρ ή κατά του πάπα. Αυτοί οι «φωτισμένοι» με κύριο γνώρισμα την κριτική στάση έναντι της Εκκλησίας του Χριστού θεωρούνται σπουδαίοι. Το ότι οι πλείστοι αποδέχθηκαν τον ολοκληρωτισμό του παπισμού, το ότι δεν ίδρυσαν μία ρωμαίηκη κοινότητα και το ότι τάχιστα αφομοιώθηκαν παραμένουν επτασφράγιστα μυστικά. Ακολούθησαν αυτούς οι εκπατρισθέντες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πρώτο όμως μέλημα εκείνων, όπου εγκαταστάθηκαν, ήταν ο σχηματισμός κοινότητας και η ίδρυση ναού με την ανοχή κάποιων ηγεμόνων, που είχαν απαλλαγεί από την καταπίεση του Βατικανού. Δεύτερο μέλημα ήταν ή ίδρυση ελληνικού σχολείου. Αρκετοί από τους πρώτους μετανάστες ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, δεν έλαβαν όμως τίτλο, επειδή αρνήθηκαν υποταγή στη δικτατορία του πάπα. Και οι κοινότητες εκείνες των Ρωμηών έλαμψαν και μεγαλούργησαν σε πλείστα όσα αστικά κέντρα της Δύσης και της Ρωσίας και διατηρήθηκαν ως τον 20ο αιώνα.

Κατά τη διάρκεια της  τουρκοκρατίας είχαμε πληθώρα εξισλαμισμών, εκουσίων και ακουσίων. Οι πρώτοι οφείλονταν σε οικονομικά κίνητρα, οι άλλοι σε κάμψη του φρονήματος υπό τη βία του κατακτητή. Η αλλαγή πίστης συντελούσε στην οριστική αποκοπή των μεταστρεφομένων και από τον εθνικό κορμό. Οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν για κάθε εξωμότη τη φράση «αυτός τούρκεψε». Υπό την πίεση του κατακτητή και υπό συνθήκες συνύπαρξης με αλλοεθνείς πολλοί Έλληνες απώλεσαν με την πάροδο των αιώνων τη μητρική τους γλώσσα. Έτσι υπήρχαν και βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι, τουρκόφωνοι Έλληνες κατά τον 19ο αιώνα. Οι τρεις πρώτες ομάδες αγωνίστηκαν από κοινού στη Βαλκανική κατά τους εθνικούς αγώνες. Η θρησκευτική πίστη αποδείχθηκε κατά πολύ πιο ισχυρό γνώρισμα του έθνους σε σχέση με τη γλώσσα. Οι εξισλαμισμένοι τάχθηκαν στο πλευρό του κατακτητή (Βαλαάδες, «τουρκοκρητικοί», Κιουταχής, Γεωργιανός εξωμότης). Οι εν πολλοίς συνεργοί των Βενετών κατακτητών, που ασπάστηκαν τον παπισμό, δεν έλαβαν μέρος στον αγώνα του 1821. Ακόμη και η ανταλλαγή των πληθυσμών με βάση τη συνθήκη της Λωζάνης, που υπεγράφη από πρόσωπα με ελάχιστο σεβασμό προς τη θρησκευτική πίστη των λαών τους, έγινε με βάση το θρήσκευμα. Όσο για τη φυλή, το βιολογικό υπόστρωμα του έθνους, είναι πλέον χωρίς νόημα και στον χώρο της επιστήμης. Την καθαρότητα της φυλής υπερασπίζονται μόνο οι οπαδοί της θεωρίας του φυλετισμού και του ακραίου εθνικισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προπαγανδίζουμε το ιδεολόγημα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, αλλά απ’ εναντίας να κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου της πολιτιστικής κυρίως αλλοτρίωσης και όχι της γενετικής αλλοίωσής μας.




Η αναγνώριση ελληνικού κράτους μετά από ποταμούς αιμάτων έφερε στο εσωτερικό της χώρας έντονο τον διχασμό. Εισήχθησαν από τους κρατούντες οι απόψεις της δυτικής φιλοσοφίας της ιστορίας και με την πάροδο του χρόνου επιχειρήθηκε ο εκδυτικισμός του λαού μας, ο οποίος εκδυτικισμός κατά τις τελευταίες δεκαετίες κατέστη βίαιος και οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα αυτής της αλλοίωσης του φρονήματος είναι: Η επιβολή της αντίληψης ότι ο νεοελληνικός λαός κατά την περίοδο της Ρωμανίας και κατά την τουρκοκρατία δεν είχε εθνική συνείδηση παρά μόνο θρησκευτική, συνεπώς δεν συνιστούσε έθνος! Εθνική συνείδηση απέκτησε με τη βοήθεια των «προστατών» του (Θεωρία του κράτους-έθνους). Συνεπώς η παράδοση και ο πολιτισμός των περιόδων που προαναφέραμε δεν συνιστούν στοιχεία της εθνικής ταυτότητας του Νεοέλληνα! Το Βυζάντιο, για τους γραικύλους, υπήρξε σκοτεινή αυτοκρατορία. Αποδέχονται αυτοί όλα τα όσα ελεεινά έγραψαν οι δυτικοί στα πικρόχολα οδοιπορικά τους για τον δύσμοιρο ραγιά. Οφείλει κατ’ αυτούς ο Νεοέλληνας να εκτιναχθεί στο απώτερο παρελθόν και να συνδεθεί με την κλασική αρχαιότητα. Και, δυστυχώς, οφείλει να την αποδεχθεί όπως την κατενόησαν οι «αναγεννημένοι», ως αφροδισιασμό και διονυσιασμό και μόνον! Αυτά πρέσβευαν οι υποταγμένοι στην Εσπερία πολιτικοί και διανοούμενοι υποστηριζόμενοι από παράγοντες εμπορικούς και επιχειρηματικούς με συμφέροντα σχετιζόμενα με τη Δύση. Και πολέμησαν με πάθος την πίστη και την παράδοση του λαού.  Ο λαός εγκαταλείφθηκε από την πνευματική του ηγεσία, η οποία κατέπεσε από εθναρχούσα, κατά την τουρκοκρατία, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και παρακολούθησε με δόση απάθειας τις εξελίξεις! Και διαχεόταν μέσω των γενιτσάρων διδασκάλων, που πλήθαιναν στις σχολικές αίθουσες η κατασυκοφάντηση της Εκκλησίας με την προβολή της αδυναμίας ελαχίστων προσώπων, που φάνηκαν ανάξιοι του λειτουργήματός τους. Και αποσιωπάται το μεγαλειώδες έργο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του πλήθους των νεομαρτύρων και των διδασκάλων του Γένους, στην πλειοψηφία κληρικών, ενώ προβάλλεται κατά κόρον το θλιβερό πρόσωπο του «διαφωτιστή» Βολταίρου, του βολεμένου πλουτοκράτη και τοκογλύφου, που αισθανόταν αποστροφή για τον «χυδαίο» όχλο!

Οι πολιτικοκοινωνικές μεταβολές κατά τους αιώνες 19ο και 20ο επέφεραν νέα πλήγματα κατά της συνοχής. Ο κομμουνισμός διακήρυξε ότι «ο προλετάριος δεν έχει πατρίδα». Χωρίς γεωγραφικό χώρο όμως δεν νοείται έθνος. Βέβαια η άποψη είναι εσφαλμένη όπως μαρτυρεί ο απανταχού της γης ελληνισμός, αυτός που αγωνίστηκε ενάντια στην εκποίηση του όρου Μακεδονία. Η ρήση ότι και «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα» μας θυμίζει τα αίτια κατάρρευσης της Ρωμανίας και εξηγεί κατά τρόπο σαφή την παρακμή μας και πολλών άλλων εθνών, τα οποία οι κυβερνήσεις τους έχουν παραδώσει στο αδηφάγο διεθνές κεφάλαιο, το οποίο προωθεί τον αφανισμό των ιδιαιτεροτήτων και μέσω αυτού τον αφανισμό των εθνών. Η πολεμική κατά της πίστης και της πατρίδας στη χώρα μας είναι πλέον εμφανέστατη. Πολύς ο λόγος για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας για τη μετατροπή δηλαδή του κράτους σε ουδετερόθρησκο, ενώ στην ουσία θα είναι εχθρικό προς την πατροπαράδοτη πίστη του λαού μας. Η φιλοπατρία καταγγέλλεται ως εθνικισμός, που συνιστά εμπόδιο στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Υπάρχει κοινή εθνική συνείδηση και όραμα για κοινή πορεία στο ιστορικό γίγνεσθαι των Νεοελλήνων; Δυστυχώς, δεν υπάρχει και αυτό είναι το μείζον πρόβλημα, μαρτυρία βαθύτατης παρακμής. Και η ιστορία είναι άτεγκτη και δεν επηρεάζεται από προγονικές δάφνες. Ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δακτυλάκι μας. Ο διχασμός είναι έντονος και καλλιεργείται έντεχνα από τις δυνάμεις, που θέλουν να σπέρνουν συμφορές στους λαούς.

Στο επόμενο άρθρο θα παρουσιάσουμε αυτούς που εμφανίζονται ως αμύντορες του έθνους και πρόμαχοι των διαχρονικών αξιών αυτού.

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.