Οι συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων δεν βασίζονταν στην ταχύτητα και την εξοικονόμηση χρόνου όπως του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά προέκυπταν από μια βαθιά και λεπτομερή μελέτη των αναγκών του σώματος και του πνεύματος.

Η διατροφή τους, που αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι της φιλοσοφικής τους θεώρησης, υπάκουε σε κανόνες που συνδύαζαν την απόλαυση με την ευεξία. Eίναι πολύ ενδιαφέρον λοιπόν να γνωρίσουμε πώς φρόντιζαν εκείνοι μια από τις πιο βασικές ανάγκες τους, ακόμα κι αν σήμερα είναι δύσκολο να ακολουθήσουμε κατά γράμμα το διατροφικό τους πρόγραμμα.

Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί διατροφολόγοι υποστηρίζουν σχετικά με τα οφέλη ενός πλουσιοπάροχου πρωινού, οι αρχαίοι Έλληνες και δη οι Αθηναίοι, έτρωγαν ξεκινώντας τη μέρα τους ένα πολύ λιτό γεύμα που περιελάμβανε το «ακράτισμα», δηλαδή λίγο κριθαρένιο ψωμί, βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί (ο άκρατος οίνος). Μερικές φορές πρόσθεταν ελιές και σύκα. Πιο συχνά όμως το πρωινό τους περιοριζόταν στον «κυκεώνα», ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι, αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, που πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ακόμα μια αντίθεση των αρχαίων με τους σύγχρονους Έλληνες είναι το δείπνο.

Σήμερα ο περισσότεροι γιατροί συμβουλεύουν το βραδινό μας γεύμα να είναι ελαφρύ και να το καταναλώνουμε πριν από τις 20:00. Κι όμως για τους αρχαίους το δείπνο ήταν το βασικό γεύμα της ημέρας και το έτρωγαν μόνο μετά τη δύση του ηλίου! Μάλιστα αυτό το γεύμα ήταν πολύ πλούσιο και συνοδευόταν και από επιδόρπια, τα λεγόμενα τραγήματα, που μπορεί να ήταν φρούτα φρέσκα ή ξηρά, κυρίως σύκα, καρύδια, σταφύλια ή γλυκά με μέλι. Το μεσημέρι συνήθιζαν να τρώνε ψάρια, όσπρια, ή πρόχειρα φαγητά όπως ψωμί, τυρί, ελιές, αυγά, ξηρούς καρπούς και φρούτα.

Επίσης μια τροφή που ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι τους ήταν το κρέας. Φυσικά οι πρώτες ύλες εκείνη την εποχή ήταν πολύ πιο «καθαρές», καθώς τα ζώα στρέφονταν μόνο από τη φύση, ενώ οι καρποί της γης ήταν ανόθευτοι , χωρίς χημικά ή φυτοφάρμακα. Οπότε η κατανάλωση κρέατος, ακόμα και σε καθημερινή βάση, δεν ήταν καθόλου επιβαρυντική για τον οργανισμό. Οι αρχαίοι έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στο χοιρινό και στο μοσχάρι, ενώ σπανιότερα έτρωγαν κατσίκι και αρνί. Επίσης αγαπούσαν πολύ και το κυνήγι , κυρίως τις τσίχλες, τα ορτύκια και τα ελάφια. Μάλιστα, για να είναι μαλακά τα κρέατα έκαναν ότι και εμείς σήμερα, δηλαδή τα μαρίναραν, κυρίως με χορταρικά.


Άλλη μια αδυναμία τους ήταν τα θαλασσινά και τα όστρακα, ενώ από τα ψάρια προτιμούσαν τις τσιπούρες, τα μπαρμπούνια, τις σαρδέλες και φημισμένα χέλια της Κωπαΐδας, καθώς και τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, που δεν έλειπαν σχεδόν ποτέ από το τραπέζι τους , αν και ήταν πανάκριβος μεζές, αφού το καθένα απ’ αυτά στοίχιζε όσο περίπου ένα γουρουνόπουλο. Οι τσιπούρες και τα μπαρμπούνια θεωρούνταν κατεξοχήν φαγητό πλουσίων, ενώ οι σαρδέλες ήταν το συνηθισμένο πιάτο των φτωχότερων. Η τιμή της σαρδέλας μάλιστα λειτουργούσε ως βαρόμετρο για την αγορά τροφίμων στην Αθήνα.

Στο μενού τους θέση είχαν και τα όσπρια, όπως τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά σε πουρέ (έτνος). Ένα από τα εδέσματα που φαίνεται πως αγαπούσαν πολύ σύμφωνα με τις πηγές ήταν και τα σαλιγκάρια- μάλιστα οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα.

Ιδιαίτερη ζήτηση είχαν και τα λαχανικά, τα οποία οι Αθηναίοι καλλιεργούσαν στους κήπους τους, με προτίμηση στους βολβούς, στα μαρούλια, στον αρακά, στις αγκινάρες, στα βλίτα, στο σέλινο, στον άνηθο και το δυόσμο. Από τα πιο αγαπημένα προϊόντα των αρχαίων πάντως ήταν τα αγγούρια και τα σύκα. Άλλα χορταρικά, όπως τα μανιτάρια, το μάραθο, τα σπαράγγια, ακόμα και τις τρυφερές τσουκνίδες, τα αναζητούσαν στις ακροποταμιές και στα χωράφια.

Είναι σημαντικό ότι οι αρχαίοι έτρωγαν μόνο με συντροφιά, και δη το δείπνο τους, καθώς ήταν το φαγητό ένας τρόπος κοινωνικοποίησης που συνδέονταν στενά με την γαστρονομική φιλοσοφία της εποχής.


Εστιατόρια δεν υπήρχαν με τη σημερινή έννοια. Το εστιατόριο στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δωμάτιο δίπλα στους βωμούς, όπου έτρωγαν όσοι είχαν τελέσει κάποια θυσία .

Κάθε γεύμα φυσικά το συνόδευαν με κρασί -εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν άλλου είδους αλκοολούχα ποτά- και φυσικά το ελαιόλαδο δεν έλειπε ποτέ από το τραπέζι, ειδικά των αρχαίων Αθηναίων που το θεωρούσαν δώρο της θεάς Αθηνάς στην πόλη τους.

Τηγάνι, όπως μπορείτε να φανταστείτε, δεν χρησιμοποιούσαν, οπότε τα περισσότερα φαγητά γίνονταν ψητά στο φούρνο και στη σούβλα, ή βραστά με διάφορα λαχανικό και καρυκεύματα. Από τα καρυκεύματα και τα μπαχαρικά χρησιμοποιούσαν, άνηθο, βασιλικό, δυόσμο, θυμάρι, κάρδαμο, κόλιανδρο, κάππαρη, κουκουνάρι, αλλά και τα εισαγόμενα από πόλεις με τις οποίες είχαν εμπορικές συναλλαγές, όπως το πιπέρι.

Πάντως είχαν μεγάλη αγάπη στο ψωμί, έφτιαχναν μάλιστα αρκετά είδη, μέχρι και λαγάνες, με τα οποία συνόδευαν απαραίτητα κάθε γεύμα τους. Υπήρχαν σιμιγδαλένιοι άρτοι, ψωμί από χοντράλευρο, ψωμί από διάφορα γεννήματα, από ένα είδος σίκαλης της Αιγύπτου και «ψωμί από κεχρί». Στο κάθε είδος έδινα μια διαφορετική ονομασία, ανάλογα με τον τρόπο ψησίματος.

Τα γλυκά παρασκευάζονταν όλα από αλεύρι , φρούτα ξερά ή φρέσκα και μέλι, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ζάχαρη ούτε κακάο, οπότε ήταν πολύ ελαφριά και δεν είχαν τρομερές θερμίδες.

Σε κάθε περίπτωση οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι, κατανάλωναν μεν μια μεγάλη ποικιλία τροφών, αλλά σε πολύ μικρές ποσότητες. Ο στόχος του φαγητού ήταν να τέρψει τον ουρανίσκο κι όχι να χορτάσει το στομάχι. Ακόμα πιο σκληροπυρηνικοί ήταν οι Σπαρτιάτες που και στη διατροφή τους ακολουθούσαν την λακωνική λιτότητα: το καθημερινό τους γεύμα περιλάμβανε μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι ψωμί, ενώ σε ιδιαίτερες περιστάσεις και γιορτές έτρωγαν βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα.

bovary

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.