ayoystinosΣυνεχίζοντας για το γέροντα π. Αυγουστίνο, επισημαίνουμε ότι με δυο κείμενα που θα αφιερώσουμε στη μορφή του είναι αδύνατο να καλύψουμε ή έστω να προσεγγίσουμε ή και να ερμηνεύσουμε τόσο το χαρακτήρα του όσο και την αγία προσωπικότητά του.
Αρκούμαστε εδώ μόνο να πούμε ότι ξεχώριζε απ΄τον κοινό άνθρωπο και ως προς την αντιληπτικότητα — έπαιρνε χίλιες στροφές το μυαλό του στο δευτερόλεπτο — , αλλά και ως προς την οξυδέρκειά του, που ήταν θαυμαστή.
Έβλεπε σε βάθος χρόνου την εξέλιξη των γεγονότων στο λεπτό, κι εδώ, με το Πνεύμα το άγιο να συμπληρώνει, τον ακούσαμε πολλές φορές να προφητεύει καταστάσεις επερχόμενες είτε στην Εκκλησία είτε στην πατρίδα μας είτε στον κόσμο και να δικαιώνεται στο μέλλον.
Το μάτι του ήταν αετίσιο και το βλέμμα του διαπεραστικό.
Μόλις σε έβλεπε, σε ζύγιζε με τη ματιά του κι έπιανε σε κλάσματα δευτερολέπτου τι ήθελες , χωρίς να έχεις ολοκληρώσει καν το λόγο σου.
Βέβαια εδώ έπαιζε ρόλο και ο χρόνος του, που ήταν πολυτιμότατος.
Έτσι σε ευλογούσε και σε ξεπροβοδούσε.
Την απάντησή του θα την έπαιρνες με άλλον τρόπο.
Ένας ήταν και η προσευχή του, η οποία σου έφερνε λυτρωτικά δάκρυα, που σου γέμιζαν την ψυχή ειρήνη, και κάποτε και αποκαλύψεις.

Γι΄αυτά του τα χαρίσματα έμενε ανερμήνευτος από πολλούς, ακόμα και στενούς του συνεργάτες, οι οποίοι έβλεπαν παράξενη τη συμπεριφορά του αυτή και οι οποίοι ή δεν του τη συγχωρούσαν ή τον αποδοκίμαζαν ως κατώτερό τους.

Οι μονάδες αυτοί άνθρωποι, που ξεχωρίζουν έτσι από το πλήθος, είναι τα στάχυα που υψώνονται πιο πάνω από τα υπόλοιπα, για το ανάστημά τους και τον καρπό τους, κι ο μεγάλος τους πειρασμός είναι το αίσθημα της μοναξιάς και η μοναχικότητα, όταν και στενοί τους συνεργάτες τούς αμφισβητούν, δεν τους καταλαβαίνουν, τους κάνουν αντίλογο για να τους συστήσουν αυτοί το σωστό ή και τους εγκαταλείπουν.
Και τότε έχουν άλλο μεγάλο πειρασμό: την πικρία και τη λιποψυχία.
Χώρια η αντιλογία του πλήθους ή ο πόλεμος των δημοσιογράφων.

Βέβαια τον ίδιο σταυρό με τους μαθητές Του και το λαό του Ισραήλ σήκωσε και ο Χριστός.
Κι ήταν πολλές φορές εξίσου βαρύς μ΄αυτόν που του στήθηκε στο Γολγοθά.

Ο π.Αυγουστίνος ήταν και φοβερά οργανωτικός νους.
Στη στιγμή συνελάμβανε κι ανέπτυσσε ένα σχέδιο Β΄ , αν κάτι δεν εξελισσόταν, όπως το είχε οραματιστεί, ή πήγαινε για κάποιο λόγο στραβά.

Ήταν τρομερά συναισθηματικός άνθρωπος, αλλ΄ωστόσο δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να λειτουργεί συναισθηματικά, αν αυτό δεν ήταν το θέλημα του Θεού.
Μέλημά του ανά πάσα στιγμή και κίνητρο και κριτήριο των πράξεών του ήταν ο Χριστός.
Ήταν ο έρωτάς του, που του φλόγιζε την αδιάλειπτη προσευχή και την αμετάπτωτη αγάπη και αγωνία του για την Εκκλησία και τον άνθρωπο.
Είχε δε ισχυρότατη θέληση, προκειμένου να εφαρμόσει το θέλημα του Θεού.
Και τον καθένα τον δεχόταν κοντά του, αν έβλεπε ότι του υποτάσσεται από πίστη στο Χριστό πρώτα κι όχι από συναισθηματισμό.

Μεγαλύτεροί μας έλεγαν ότι απ΄τη φύση του ήταν και δειλός, αλλά δεν το επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να δειλιάζει, ιδιαίτερα στην προάσπιση των αρχών του Ευαγγελίου.
Προσωπικά τον γνωρίσαμε μόνο να τολμά, να ρισκάρει και τη ζωή του για το καλό της Εκκλησίας και να εύχεται να πεθάνει και με μαρτύριο για χάρη του Κυρίου του.

Ήταν άνθρωπος με τρυφερά συναισθήματα, ευγενέστατη ψυχή και άκρως συμπαθής στον ανθρώπινο πόνο, απ΄τον οποίο υποβαλλόταν.
Γι΄αυτό κι απέφευγε να αναμιγνύεται πολύ με τα προβλήματα ανθρώπων, που θα του μετέδιδαν απ΄την κατάθλιψή τους.
Φρόντιζε ωστόσο να τους βοηθήσει έμμεσα και όσο γινόταν πιο αποτελεσματικά.
Αν προέβλεπε ότι αυτό ήταν ανέφικτο κι ότι σε μια συνέχεια αυτά τα πρόσωπα μόνο προβλήματα θα συσσώρευαν και στο κοινόβιό του, παραιτούνταν και τα απομάκρυνε.

Ήταν πολύ ευαίσθητος και ευσυγκίνητος.
Τον είδαμε πολλές φορές να μνημονεύει με δάκρυα πεσόντες στρατιώτες στο μέτωπο ή να συμπάσχει άκρως ανιδιοτελώς με γονείς που τα παιδιά τους τούς αδικούσαν με την άσωτη ζωή τους ή να λυπάται βαθιά για γυναίκες που οι σύζυγοι τις ξυλοφόρτωναν.

Ήταν ευεπηρέαστος και είχε μια αθωότητα και αφελότητα μικρού παιδιού.
Απονήρευτος όντας, πολλές φορές, αν δεν φωτιζόταν από εμπόδια και άλλους συνεργάτες του, αδικούσε με τη συμπεριφορά του άτομα, για τα οποία τον είχαν παραπληροφορήσει — με ποια κίνητρα ο Θεός γνωρίζει — άλλα πρόσωπα, τη γνώμη των οποίων για τον άλφα ή βήτα λόγο εκτιμούσε.
Είχε όμως και θαυμαστή μετάνοια, όταν διαπίστωνε λάθος του και ζητούσε και συγγνώμη από πρόσωπα που αδίκησε με τη συμπεριφορά του.

Θεωρούσε αυθάδεια την αντιλογία και δεν την επέτρεπε σε συζητητή του, αν αυτός ήταν μικρός σε ηλικία, εκτός κι αν παρενέβαινε κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο υπέρ του αντιρρησία.
Ύστερα βέβαια μπορεί και να τον καμάρωνε κιόλας και να τον προέβαλλε για το θάρρος της γνώμης.

Αγαπούσε ιδιαίτερα όσους αγωνίζονταν με αυταπάρνηση για μεγάλες ιδέες και ιδανικά.
Εκτιμούσε και θαύμαζε τους πραγματικά αριστερούς-κομμουνιστές που ήταν τίμιοι με τις ιδέες τους και δεν τις αρνούνταν και με βασανιστήρια.
Τους λυπόταν όμως γιατί απέρριπταν το Χριστό.
Στην εκτίμησή του προτεραιότητα ή και μοναδικότητα είχαν η αγάπη για το Χριστό και την Ελλάδα και όσοι διακονούσαν αυτά τα δυο ονόματα με θυσία.

Δεν ανεχόταν μίζερα πνεύματα, γεμάτα γογγυσμό και αμετροέπεια ή φιλοπερίεργα.
Ήθελε δε να είναι τα ιεραποστολικά πρόσωπα ποιοτικά και οι οικογένειες πολύτεκνες και καλλίτεκνες.

Ολόαγνος ο ίδιος εκτιμούσε ιδιαίτερα την αγνότητα, όπου την έβρισκε.
Στα σαρκικά πάθη εκτός του γάμου αντιτασσόταν πάρα πολύ.
Μόνο στο γάμο πίστευε και κήρυττε ότι ευλογούνται τα σαρκικά πάθη.
Κι εδώ υπερεκτιμώντας τη σωφροσύνη.

Θεωρούσε την αγάπη των συζύγων ως κάτι ιερό και πολύ υψηλό.
Τον συγκινούσε πολύ η φράση ”sola mors”, ”μόνο ο θάνατος” (μπορεί να μας χωρίσει).
Τόνιζε δε ότι ούτε τσιγαρόχαρτο δεν πρέπει να χωράει ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, εννοώντας ότι δε χωράει στην αποκλειστικότητα της αγάπης τους ούτε η προσκόλληση της μάνας ούτε άλλων προσώπων, γιατί αυτό δεν είναι ευλογημένο από το Θεό.(Ματθ.18,5-6).
Μόνο μια αγάπη αξίζει να εγκατοικήσει στη σχέση του ζευγαριού, κήρυττε.
Η αγάπη για το Χριστό, που είναι ο Νυμφίος κάθε ψυχής.
Μόνο ο θείος έρωτας μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτός, αλλά και επιβεβλημένος, για να περάσει η αγάπη του αντρογύνου στην αιωνιότητα.

Αυτά τα παραπάνω όμως, συμπλήρωνε, δεν αθωώνουν τα παιδιά και τις νύφες, όταν εγκαταλείπουν τους γονείς και τους παρατούν στα γηροκομεία αδιάφορα και ανελέητα.
Ο σεβασμός, η τιμή και η φροντίδα, με ευγνωμοσύνη και τρυφερή αγάπη, για τους γονείς είναι επιβεβλημένη, για να μπει κανείς και να μένει στο χώρο του Θεού.
Μόνο που οι δυο σύζυγοι δεν θα αφήνουν τους γονείς να μπαίνουν στα ενδότερά τους.

Δεν ανεχόταν πρόσωπα με υπεύθυνη αποστολή στον εκκλησιαστικό χώρο να υστερούν σε ζήλο για τα πνευματικά, πολύ περισσότερο να μεμψιμοιρούν και να γογγύζουν.

Επαναστατούσε και δεν αποδεχόταν καμιά ψυχή χριστιανή να είναι ”μελάγχολος”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Και τούτο, γιατί πίστευε ότι δυσφημείται ο χριστιανισμός. που κύριο χαρακτηριστικό του έχει τη βαθιά και μόνιμη χαρά, που δωρίζει ο Χριστός σε κάθε ψυχή, η οποία φέρει επάξια το όνομά του.

Εδώ προσωπικά ας κάνω το σχόλιο ότι ο πατέρας μου Αυγουστίνος έπρεπε ο ίδιος ν΄ασχοληθεί λίγο περισσότερο με τέτοιες χριστιανές ψυχές, που ήταν ”μελάγχολες”.
Να βρει την αιτία που ήταν μελάγχολες.

Αυτού του είδους όμως η διαποίμανση δεν είναι χάρισμα όλων όσων ποιμαίνουν ψυχές.
Αυτό το έργο της καλλιέργειας και της βαθύτερης διείσδυσης του πνευματικού σε κάθε ψυχή — χωριστά από την εξομολόγηση, σίγουρα όμως με βάση τη γνωριμία που δίνει η εξομολόγηση — προϋποθέτει μεγάλη υπομονή, ανοχή, συγγνώμη, απάθεια χαρισματική και ψυχικές αντοχές από μέρους του πνευματικού.
Και αποδέσμευση σίγουρα από άλλες πολλές μέριμνες και περισπασμούς,
Και αγιότητα και πνευματικότητά του.
Είναι εξαίρετο δώρο του αγίου Πνεύματος αυτή η κατεργασία των ψυχών, ο δε πνευματικός που το έχει είναι χαρισματικός ψυχοθεραπευτής.
Ακούμε για τέτοιους να υπάρχουν στο Άγιο Όρος ή τους διαβάζουμε στα εορτολόγια.

Όσον αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων, ιδιαίτερα στον εκκλησιαστικό χώρο, μεταξύ ανδρών και γυναικών, του άρεσε η καθαρότητα.

Για το πρόσωπό του ως πνευματικός προσπαθούσε να είναι ο νυμφαγωγός και όχι ο Νυμφίος.
Η λατρεία της ψυχής ανήκει στο Χριστό, έλεγε, και σ΄Αυτόν φρόντιζε να ανάγει την αγάπη του καθενός που ποίμαινε.
Γνωρίζοντας δε πως ανάμεσα στον πνευματικό και την ποιμαινόμενη ψυχή αναπτύσσεται σε κάποια φάση πειρασμικός έρωτας πολλές φορές κι ότι, αν δεν προσέξουν — πνευματικός και πνευματικοπαίδι — μπορεί να αποβεί μοιραία αυτή η ερωτοπάθεια για τη σωτηρία και των δυο, ο π.Αυγουστίνος κρατούσε αποστάσεις ασφαλείας από τις ποιμαινόμενες κοπέλες.
Σε συγκεντρώσεις φοιτητριών ή άλλων ιεραποστολικών προσώπων, όταν τον περίμεναν, ώσπου να έρθει, επικρατούσε ένα δέος και δεν ακουγόταν ούτε ανάσα.
Δεν ανεχόταν δε να νιώθεις έστω και σαν πειρασμό κάτι περισσότερο από υική αγάπη για το πρόσωπό του.

Πολύ στοργικός ήταν στην εξομολόγηση, όταν αυτή γινόταν με ειλικρίνεια και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς σου.
Συγκατέβαινε δε, έδειχνε κατανόηση και σεβόταν τις επιλογές σου, όταν του έλεγες ότι δε μπορώ περισσότερο, πάτερ.
Σε καμάρωνε και χαιρόταν ιδιαίτερα, αν σ΄έβλεπε να του μοιάζεις σε ηρωικό και ομολογιακό πνεύμα.
Απαραίτητα δε χαρούμενο.
Κατέληγε όμως έτσι πολλές φορές να είναι επιλεκτικός στις ψυχές και με προκλητική την αγάπη του για ορισμένες, που έκανε άλλες να ηττοπαθούν είτε γιατί δεν είχαν αυτή την ποιότητα της μετάνοιας από την αρχή είτε γιατί δεν έφταναν το ύψος της καθαρότητας που τον ανάπαυε.
Ωστόσο τόνιζε ότι σας δείχνω την κορυφή, για να φτάσετε ως τη μέση, γιατί, άμα σας δείξω τη μέση, δεν θα ξεκινήσετε καν.
Κι ο ίδιος υπέφερε, όταν δεν έβλεπε πρόοδο από τα πνευματικά του παιδιά.
Στον ίδιο δε έλειπε υπομονή — προϋπόθεση, για να ασχοληθεί σε βάθος με κάποια ψυχή ο ποιμένας — πράγμα που αναγνώριζε κι ο ίδιος ως αδυναμία στον εαυτό του, γι΄αυτό και,επειδή ήταν και βαριές και οι άλλες μέριμνές του, εμπιστεύτηκε την εξομολόγησή μας σε αξιόπιστο πνευματικό του παιδί.
Ο νέος πνευματικός, με την απάθεια και την καθαρότητα, την ταπείνωση, το ανθρώπινο του χαρακτήρα του και την προσευχή του που σπάει κόκαλα, συμπλήρωνε τα κενά που άφηνε το ύψος και η ανυπομονησία του γέροντα να μας βλέπει απαλλαγμένους από τα πάθη.
Και χρειάζεται πάντα κάτω από έναν πολύφυλλο κι αιωνόβιο πλάτανο μια κρυόβρυση, για να ξεδιψά τους διαβάτες που ζητούν στη σκιά του άσυλο και δροσιά.
Αυτό το συμπλήρωμα του γέροντα με πνευματικό της εμπιστοσύνης του ήταν ανακούφιση για τον ίδιο πρώτα και για πολλούς από μας ύστερα.

Εδώ όμως σταματούμε για τον π.Αυγουστίνο σ΄αυτό το κείμενο.
Η συνέχεια στο ή σε επόμενο άρθρο.

Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.