echo.20.2.708

Ενας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς στον κόσμο, ο Ουμπέρτο Εκο, άφησε την τελευταία του πνοή στα 84 χρόνια του.

Ο Ιταλός, που έγραψε το πασίγνωστο μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», πέθανε στο σπίτι του στο Μιλάνο, έπειτα από «μάχη» με τον καρκίνο.

Ο Εκο γνώρισε τεράστια επιτυχία με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το όνομα του Ρόδου», το 1980, το οποίο πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες.



Μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, στον ρόλο του αδελφού Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ, πρώην ιεροεξεταστή που αναλαμβάνει να ερευνήσει τον ύποπτο θάνατο ενός μοναχού σε ένα αβαείο της βόρειας Ιταλίας.

«Ο Ουμπέρτο Εκο, ένας από τους πιο διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος στον ιστότοπο της εφημερίδας Corriere della Sera.

«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Το όνομα του Ρόδου», συνεχίζει η ιταλική εφημερίδα.

«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», ανέφερε στον ιστότοπό της η Repubblica. «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο», συνέχισε.

Πολύγλωσσος, παντρεμένος με Γερμανίδα, ο Έκο δίδασκε σε πολλά πανεπιστήμια, ειδικά στην Μπολόνια, όπου διατηρούσε την έδρα της σημειωτικής ως τον Οκτώβριο του 2007, όταν πήρε σύνταξη.

Ασχολήθηκε αργά με τη λογοτεχνία καθώς, όπως είχε εξηγήσει, θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».

Μετά από «Το όνομα του Ρόδου», έγραψε μεταξύ άλλων «Το εκκρεμές του Φουκώ» (1988), «Το νησί της προηγούμενης μέρας» (1994), και τη «Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Φύλλο μηδέν» (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.

Με την γερμανίδα σύζυγό του:

Ο διανοούμενος Εκο

Πιονιέρος της σημειωτικής και θεωρητικός της γλώσσας, συγγραφέας πολλών πραγματειών για την αισθητική και τα μίντια, έγραψε σε μεγάλη ηλικία το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο γνώρισε μια τρομακτική επιτυχία, «Το όνομα του ρόδου», το 1980. Αυτή η αστυνομική μυθιστορηματική πραγματεία στο εσωτερικό μιας θρησκευτικής κοινότητας του 19ου αιώνα, η οποία μεταφράστηκε σε 40 γλώσσες και έγινε ταινία, του εξασφάλισε παγκόσμια απήχηση.
Ο Εκο γεννήθηκε σε μια οικογένειας της μεσαίας τάξης. Ο παπούς του ήταν ένα εγκατελειμμένο παιδί και ο πατέρας του, ο μεγαλύτερος από 13 παιδιά, είναι ο πρώτος στην οικογένεια που πέρασε από τον κόσμο των προλετάριων στην τάξη των εργατών. Ο Εκο μεγάλωσε στον πόλεμο («Μεταξύ 11 και 13 ετών έμαθα να αποφεύγω τις σφαίρες», έχει γράψει). Εκανε ανώτερες σπουδές φιλοσοφίας και αισθητικής στο Τορίνο, το 1954 και υποστήριξε εργασία για την αισθητική του Θωμά Ακινάτη, Il Problema estetico in Tommaso d’Aquino, η οποία δημοσιεύτηκε το 1956.

Αλλά ο Εκο δεν έμεινε μόνο στην θεωρητική μελέτη. Από το 1955 είναι βοηθός στην τηλεόραση και εργάζεται στα πολιτιστικά προγράμματα του δημόσιου καναλιού RAI.Γίνεται φίλος του μουσικού Luciano Beriο και εντάσσεται στην Neoavanguardia, η οποία παρότι τάσσεται στην Αριστερά, είναι εναντίον της στρατευμένης λογοτεχνίας.
Το 1969 διευθύνει μια συλλογή φιλοσοφικών πραγματειών για τις εκδόσεις Bompiani, και το 1963 συμμετείχε στην ίδρυση του κινήματος Gruppo 63, όπου η κριτική σκέψη για την νέα αισθητική βρίσκεται στον απόηχο του Τζόις, του Μπόρχες.
Ο νεαρός συγγραφέας προσελκύεται από την δημοσιογραφία και αρχίζει μια μακρά συνεργασία με τον γραπτό τύπο (The Times literary Supplement, από το 1963 και L’Espresso, από το 1965).
Ταυτόχρονα διδάσκει: από το 1966 ως το 1970 διδάσκει στη σχολή αρχιτεκτονικής του Μιλάνου και στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Μπουένος Αίρες.


Το 1971 ιδρύει την επιθεώρηση Versus, ένα διεθνές περιοδικό σημειωτικής. Ο Εκο διδάσκει σημειωτική στο πανεπιστήμιο της Μπολόνιας και γίνεται μόνιμος καθηγητής, το 1975. Αυτή η επιστήμη, η οποία ξεκίνησε με τον Ρολάν Μπαρτ γίνεται για τον Ουμπέρτο Εκο κάτι περισσότερο από μέθοδος, γίνεται εργαλείο μεταξύ σκέψης και λογοτεχνικής πρακτικής. Το αποδεικνύει στις ιστορικές του παρεμβάσεις στο Collège de France, όπου κατέχει επίσης μια έδρα από το 1992 «Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Οι πρώτες του εμπειρίες στην ιταλική τηλεόραση έμαθαν από πολύ νωρίς στον Εκο την μαζική επικοινωνία και τις νέες μορφές επικοινωνίας, όπως οι τηλεοπτικές σειρές ή ο κόσμος του βαριετέ. Ανακαλύπτει ταυτόχρονα την έννοια του κιτς στην τηλεόραση και τις βεντέτες της μικρής οθόνης. Ολες αυτές τις μορφές λαϊκής τέχνης τις περιγράφει στο Apocalittíci e Integrati (Bompiani, 1964.


Στο έργο του Apocalittíci e Integrati υπάρχουν τα πρώτα ίχνη της αυστηρής κριτικής που επέβαλε ο Εκο στα μίντια. Και όχι μόνο. Στα επόμενα έργα του ανακαλύπτει και αποκαλύπτει είδη αποκαλούμενα ήσσονα, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, τις σειρές αλλά και ορισμένα φαινόμενα του σύγχρονου πολιτισμού, όπως είναι το ποδόσφαιρο, οι σταρ-βεντέτες, η διαφήμιση, η μόδα και η τρομοκρατία.

Η περιέργεια και το έδαφος αναζήτησης του Εκο δεν γνωρίζουν όρια. Ωστόσο το μόνιμο μοτίβο στις αναλύσεις του παραμένει η θέλησή του «να βρίσκει νόημα εκεί που κάποιος θα πίστευε ότι υπάρχουν μόνο γεγονότα». Τα επόμενα βιβλία του θεωρούνται σημαντική συμμετοχή στην αναζήτηση και την ανάλυση μιας σημειωτικής της ερμηνείας.


Ασχολείται με την ορισμό της τέχνης, της λογοτεχνίας και της μουσικής, αποδεικνύει ότι το έργο τέχνης είναι ένα αμφιλεγόμενο μήνυμα, ανοιχτό σε άπειρες ερμηνείες. Το κείμενο, κατά συνέπεια, δεν είναι ένα πεπερασμένο αντικείμενο αλλά ένα «ανοιχτό έργο» το οποίο ο αναγνώστης δεν μπορεί να περιοριστεί στο να το προσλάβει παθητικά αλλά μπορεί από την πλευρά του να ασκήσει ένα έργο εφευρικότητας και ερμηνείας.


Η ισχυρή ιδέα του Εκο, την οποία αναλύει στο έργο του Lector in fabula (Grasset, 1985), είναι ότι το κείμενο δεν τα λέει όλα αλλά απαιτεί την συνεισφορά του αναγνώστη.
Ετσι, ο σημειολόγος εφευρίσκει την έννοια του «αναγνώστη πρότυπου», του ιδανικού αναγνώστη, ο οποίος ανταποκρίνεται σε νόρμες που έχει προβλέψει ο συγγραφέας, αλλά διαθέτει και εργαλεία ώστε να αντιληφθεί τις διαθέσεις του συγγραφέα και να ερμηνεύσει όσα ο συγγραφέας δεν έχει πει ή δεν μπορεί να πει στο κείμενο.

 

 

iefimerida

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.