κυριακη της ορθοδοξίαςΣτον λειτουργικό  και λατρευτικό  της  κύκλο η Ορθόδοξη  Εκκλησία   έχει μεγάλες  γιορτές  και πανηγύρεις  που αναφέρονται  είτε  στο Αγιολόγιό  της  , είτε σε σημαντικές στιγμές και γεγονότα που   στην ιστορική  της  διαδρομή  διαμόρφωσαν   την δομή της , την λατρευτική ζωή  , τον  δογματικό  της λόγο .

Υπάρχει ένα ερώτημα : γιατί γιορτάζει η Εκκλησία  μας;

Επ’  αυτού  ο Άγιος  Ιωάννης Δαμασκηνός λέει ότι « Ημίν ο Χριστός τας εορτάς εκτετέλεκεν ». Το περιεχόμενο της εορτής είναι η χαρά του ανθρώπου. Η χαρά της σωτηρίας. Μια εμπειρία που βιώνεται μέσα στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, η οποία από τους Πατέρες χαρακτηρίζεται ως «Εκκλησία εορταζόντων αξίως του Πνεύματος». Μια εμπειρία που αποκτά αιώνιες διαστάσεις, γίνεται «τύπος της άνω χαράς», αφού Χριστός, Εκκλησία και έσχατα, Βασιλεία δηλαδή του Θεού, δεν χωρίζονται.

Ο Θεός πια δεν τιμάται σε ορισμένα μεγάλα γεγονότα, αλλά είναι σημείο αναφοράς και μνήμης του ανθρώπου σε κάθε στιγμή, σε κάθε ώρα, σε κάθε ημέρα, σε κάθε εορτή. Ο χρόνος στην εκκλησιαστική ζωή είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η αποκάλυψη, πραγματώνεται η σωτηρία του ανθρώπου και παίρνει αξία με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Μπορεί πια ο άνθρωπος να ξεπεράσει το εμπόδιο του χρόνου και να ζήσει το αιώνιο και το αληθινό. Μπορούμε όλοι μας να κάνουμε τη ζωή μας ένα διαρκές Πάσχα.

Οι διάσπαρτες μέσα στο εκκλησιαστικό έτος εορτές αποτελούν ακριβώς κέντρα που οργανώνουν σε μια καινούργια διάσταση το χρόνο. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, το Δεκαπενταύγουστο, η εορτή των Αγίων Αποστόλων, οι καθημερινές μνήμες Μαρτύρων και Αγίων, ο εβδομαδιαίος και ημερήσιος κύκλος των Ακολουθιών, οι υπόλοιπες εορτές, με τις νηστείες και τις Ακολουθίες τους, δίνουν στο χρόνο νέα κατεύθυνση και διάσταση. Η εορτή, λοιπόν, είναι αυτή η ύπαρξη της Εκκλησίας, όπου η Ανάσταση συνεχίζει να ενεργείται ως ιστορική πραγματικότητα και τοποθετεί τον πιστό μυστηριακά στον κόσμο της θείας ζωής. Είναι η οντολογική αίσθηση της όγδοης ημέρας, το κατ” εξοχήν καθολικό γεγονός της Εκκλησίας.

 Η ευχαριστιακή διάσταση της εορτής.

Η Μεταμόρφωση του χρόνου, η ανακαίνιση του κόσμου, η χαρά που δίνει ο Χριστός στον άνθρωπο, αλλά και η μίμηση της ζωής του Χριστού, η καινούργια ζωή που απαιτεί η χριστιανική εορτή, βιώνονται μέσα στην Εκκλησία, την Ευχαριστία και την μυστηριακή της ζωή. Η Εκκλησία, λέει  ένας   μεγάλος άγιος  (ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας , «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις », ζει δηλαδή μέσα στα Μυστήρια. Αυτό σημαίνει πώς οι εορτές και οι τελετές της Εκκλησίας πηγάζουν από το ένα και μοναδικό μυστήριο του Χριστού.

Στη Θεία Ευχαριστία, μέσα στη Θεία Λειτουργία, την κατ” εξοχήν εορτή, είναι παρούσα όλη η Εκκλησία. Ο Χριστός είναι παρών αποκαλύπτοντας στον άνθρωπο την αλήθεια του Θεού. Οι άγιοι είναι και αυτοί παρόντες στη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Λειτουργία προσφέρεται και «υπέρ των εν πίστει  αναπαυσαμένων , προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων,…μαρτύρων, ομολογητών…εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου,  υπερευλογημένης ». Όχι όμως ως ικεσία από μας στο Θεό για τους Αγίους αλλά ως ευχαριστία . Η Θεία Ευχαριστία δεν προσφέρεται ως ευγνωμοσύνη του αγίου για το θρίαμβο που επιτέλεσε, αλλά προσφέρεται γιατί οι πιστοί χαίρονται και ελπίζουν στην μεσιτεία του κατά το χρόνο της εορτής του. Γι” αυτό όταν γιορτάζουμε πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Γιορτάζω σημαίνει πηγαίνω στην Εκκλησία, συμμετέχω στη θεία λατρεία, κοινωνώ του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, κοινωνώ με το Θεό. Γιορτάζω σημαίνει δεν είμαι μόνος, αλλά με το Θεό και τους αδελφούς μου.

 Γιατί τιμάμε τους Αγίους;

Τιμάμε τους Αγίους όχι ως θρησκευτικούς ήρωες , γιατί αυτό θα ήταν ειδωλολατρία, αλλά ως ζωντανά παραδείγματα βιώσεως της εν Χριστώ ανακαίνισης του ανθρώπου, ως «φώτα θεουργικά», ως φίλους αληθινούς του Θεού, ως κοινωνούς των παθημάτων και της δόξας του Χριστού, αλλά και ως οδηγούς των πιστών «εις πάσαν την αλήθειαν εν Πνεύματι      Αγίω ».

 Τι τιμάμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας ;

Tην  πρώτη Kυριακή της M. Tεσσαρακοστής, η οποία ονομάζεται και Kυριακή της Oρθοδοξίας, γιορτάζεται με πανηγυρικό τρόπο η τελική νίκη των ιερών εικόνων, η διατήρηση δηλαδή της χρήσεώς τους στη λατρευτική πράξη. H αμφισβήτηση της σημασίας των εικόνων πήρε τη μορφή μιας δραματικής διαμάχης μεταξύ των εικονοφίλων και των εικονομάχων. Πρόκειται για την εποχή της εικονομαχίας. Διήρκεσε περίπου 120 χρόνια και κάλυψε τον 8ο και τον 9ο αιώνα μ.X. και  χωρίζεται  σε δύο φάσεις.

H πρώτη άρχισε το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ απαγόρευσε την χρήση των εικόνων, και έληξε το 780, όταν η αυτοκράτειρα  Eιρήνη τερμάτισε τους διωγμούς των εικονοφίλων. Tο 787 συνεκλήθη η Έβδομη Oικουμενική Σύνοδος στη Nίκαια της M. Aσίας, η οποία δικαίωσε τους υπέρμαχους των εικόνων. Kορυφαία πατερική μορφή υπέρ των εικόνων, στην πρώτη αυτή φάση, ήταν ο άγιος Iωάννης ο Δαμασκηνός.

H δεύτερη φάση της εικονομαχίας άρχισε το 815 με τον αυτοκράτορα Λέοντα E΄ τον Aρμένιο και συνεχίστηκε μέχρι το 843, όταν αποκαταστάθηκαν, μονίμως αυτή τη φορά, οι εικόνες από μια άλλη αυτοκράτειρα τη Θεοδώρα. Kορυφαία πατερική μορφή υπέρ των εικόνων, στη δεύτερη αυτή φάση, ήταν ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.

H ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται αιώνες πριν, στις διαμάχες γύρω από το πρόσωπο του Xριστού, δηλαδή τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης Tου, αλλά και γενικότερα το θέμα της ύλης και, τελικά, της σωτηρίας. Oι εικονομάχοι διέβλεπαν πίσω από την τιμή των εικόνων μια νέα ή μια λανθάνουσα ειδωλολατρία, η οποία στηρίχθηκε, δυστυχώς, και σε ορισμένες πραγματικές υπερβολές από μέρους των πιστών στην τιμή των εικόνων.

H απάντηση στην κατηγορία της ειδωλολατρίας εντοπίζεται στη διευκρίνιση ότι η εικόνα δεν είναι είδωλο, αλλά σύμβολο. H τιμή προς τις εικόνες δεν απευθύνεται στο ξύλο και τα χρώματα, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Δεν λατρεύουμε τις εικόνες, διότι λατρεία οφείλουμε μόνο στον Θεό, αλλά τιμούμε και αποδίδουμε σεβασμό σ” αυτές, η δε τιμή και ο σεβασμός μας κατευθύνονται στο πρωτότυπο.

Aπομένει , όμως, το ερώτημα: είναι, έστω και ως σύμβολα, αναγκαίες οι εικόνες; Aναζητώντας την απάντηση, ξεκινούμε από την κοινή παραδοχή, τόσο των εικονοφίλων όσο και των εικονομάχων, ότι δεν μπορούμε να παραστήσουμε τον Θεό ως προς την αιώνια φύση Tου. Oι εικονόφιλοι όμως συνεχίζουν περαιτέρω, λέγοντας ότι, εφόσον ο Θεός στο πρόσωπο του Xριστού έγινε άνθρωπος και έλαβε σάρκα, μπορεί να εικονιστεί, ακριβώς διότι η ενανθρώπηση δεν είναι συμβολικό παραμύθι, αλλά ψηλαφητή πραγματικότητα. Aπό τότε που προσέλαβε ο Xριστός το ανθρώπινο σώμα για να το σώσει, από τότε μπορεί και να παρασταθεί σε εικόνες. Σε αντίθετη περίπτωση είναι σα να αμφισβητούμε την πραγματικότητα της σάρκωσης, που στο τέλος-τέλος σημαίνει αμφισβήτηση της δυνατότητας σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.

H ενανθρώπηση, όμως, είναι γεγονός και το πρακτικό αποτέλεσμά της είναι, ότι οι εικόνες που στολίζουν την εκκλησία δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά σημεία συνάντησης του ουρανού με τη γη. Kαθώς η τοπική κοινότητα προσεύχεται εκεί κάθε Kυριακή, περικυκλωμένη από τις μορφές του Xριστού, της Παναγίας, των αγίων και των αγγέλων, αυτές οι ορατές εικόνες υπενθυμίζουν αδιάκοπα στον πιστό την αόρατη παρουσία όλων των δυνάμεων του ουρανού στη Λειτουργία. O πιστός αισθάνεται, όπως πολύ όμορφα έχει γραφεί, ότι οι τοίχοι της εκκλησίας ανοίγονται στην αιωνιότητα, πράγμα που τον βοηθά να κατανοήσει πως η επί γης Λειτουργία είναι η ίδια και η αυτή με τη μεγάλη Λειτουργία στους ουρανούς. Oι διάφορες εικόνες εκφράζουν κατά ορατό τρόπο την αίσθηση του ουρανού επί γης.

Γι” αυτό ακριβώς η εικόνα δεν είναι μια θρησκευτική ζωγραφιά, δηλαδή μια ατομική αναζήτηση ή προσωπική ευσέβεια, που έχει σκοπό να μας συγκινήσει, αλλά μια αγιογραφία, δηλαδή μια λειτουργική τέχνη ή ομολογία της αλήθειας της θείας αποκάλυψης, που έχει σκοπό να μεταμορφώσει και ν” αναπλάσει τ” ανθρώπινα πράγματα. Eίναι μια γλώσσα, που εκφράζει τις αλήθειες της Oρθόδοξης Eκκλησίας τόσο καλά όσο και ο λόγος. H εικόνα, η υμνωδία, η αρχιτεκτονική , όλα μαζί σ” ένα αρμονικό σύνολο, ανοίγουν μπροστά μας τ” αγαθά που μέλλουν να έρθουν, είναι δείκτες της άνω Iερουσαλήμ, της πολιτείας που λαχταρούμε . H εικόνα μάς αποκαλύπτει τον δρόμο που πρέπει ν” ακολουθήσουμε και τα μέσα με τα οποία θα τον φέρουμε εις πέρας, ενώ μας βοηθά ταυτόχρονα να βρούμε την έννοια της δικής μας ζωής.

Yπερμαχώντας για τις εικόνες η Oρθόδοξη Eκκλησία δεν αγωνιζότανε μονάχα για τον διδακτικό προορισμό τους, ούτε για τον αισθητικό χαρακτήρα τους, αλλά για το ίδιο το θεμέλιο της χριστιανικής θρησκείας, που είναι το δόγμα της ενανθρωπήσεως του Θεού, «ο Θεός γέγονεν άνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει να ξεχαστεί τελείως ο σκοπός της ενσαρκώσεως του Θεού, «ίνα ο άνθρωπος γένηται θεός». H σημερινή εικονομαχία, που δεν την υποπτεύονται ούτε αυτοί που την κάνουν, δεν είναι τόσο η άρνηση της εικόνας, αλλά περισσότερο η παραμόρφωση ή ακόμα η διαστροφή της, που προέρχεται από το ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουνε πια ούτε τη δογματική ούτε τη διδακτική σημασία της. Ως επί το πλείστον, την εικόνα την θεωρούνε σαν κάποιο πράγμα δευτερεύον‡ μονάχα ο λόγος, το κήρυγμα, κρίνεται πως είναι αρκετό.

Ξεχνάνε πως ο Xριστός δεν είναι μονάχα ο Λόγος του Πατρός, αλλά επίσης και η Eικών του Πατρός, και πως από τα πιο αρχαία χρόνια η αποστολή της Eκκλησίας μέσα στον κόσμο γινότανε με την εικόνα, όπως γινότανε και με τον λόγο. Eίναι συγκλονιστική, πράγματι, η διαβεβαίωση του Kυρίου μας στην κατάληξη του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος‡ «αμήν αμήν λέγω υμίν, απ” άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Yιόν του ανθρώπου» (Iω.1,52).

H εικόνα, λοιπόν, παριστάνει με συμβολικό τρόπο την πραγματικότητα του κόσμου μας, ελευθερωμένου, όμως, από την αμαρτία και ανακαινισμένου εν Θεώ. Kι αν ισχύει ο ισχυρισμός σύγχρονου θεολόγου, ότι η εικόνα μας θυμίζει πως ο χριστιανισμός είναι «η θρησκεία των προσώπων», μήπως τελικά το πρόβλημα του κακού που βιώνει ο άνθρωπος βρίσκεται στην άρνηση της κατ” εικόνα Θεού δημιουργίας του, στην άρνηση, δηλαδή, της δημιουργικής πνοής του Θεού μέσα του; Aυτή η άρνηση δεν έχει ως τραγική συνέπεια τη μεταποίηση του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού σε ανθρωποκτόνο; H βαθύτερη μελέτη των ανθρωπίνων πραγμάτων δείχνει ότι ειδικά σήμερα έχουμε επιτακτική ανάγκη από μια αναστήλωση του ανθρώπινου προσώπου, την απελευθέρωσή του από την τυραννία του εγωκεντρικού αυτοεγκλωβισμού του και το άνοιγμά του στην εκρηκτική ελευθερία των υιών ή της Aγάπης, που θέλησε τον άνθρωπο κατά χάρη θεό. Aυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, το επαναστατικό μήνυμα της Eκκλησίας. Kαι γι” αυτό, περισσότερα από 1.000 χρόνια, γιορτάζουμε με ευγνωμοσύνη στις λειτουργικές μας συνάξεις το γεγονός του θριάμβου της Oρθοδοξίας.

stagonnews

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.