Η πραγματική ένδειξη της ανάκαμψης της οικονομίας είναι η απασχόληση. Με βάση αυτόν τον δείκτη η Ελλάδα θα χρειαστεί μία ολόκληρη γενιά για να «βγάλει» την κρίση από πάνω της, τονίζουν οι FT
KRISHΟύτε οι δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, ούτε η βιομηχανική παραγωγή, ούτε η μεταποίηση, ούτε οι λιανικές πωλήσεις αποτελούν τους πραγματικούς δείκτες της οικονομικής ανάκαμψης, τονίζει ο Βόλφγκανγκ Μούντσαου σε νέο του άρθρο στους Financial Times. H απασχόληση είναι αυτή που δείχνει την πραγματική εικόνα-πρόοδο της οικονομίας και για την Ελλάδα αυτή θα αργήσει τουλάχιστον μία ολόκληρη γενιά.

Κάποτε το έλεγαν αυτό για τους Γερμανούς: Himmelhoch jauchzend, zu Tode betrübt – ουράνια ευτυχία και μετά νεκρική θλίψη. Αν δούμε τους πρόσφατους δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, φαίνεται πως η ευρωζώνη βίωσε το ακριβώς αντίθετο. Έχοντας βγει από την βαθιά ύφεση, έχει τώρα μπει σε στάδιο ευφορίας, σημειώνει ο Μούντσαου.

Κάποια από τα πρόσφατα στοιχεία, όπως ο δείκτης ΡΜΙ Μarkit και ο Ifo, δείχνουν ότι η οικονομία της ευρωζώνης σύντομα θα υπερθερμανθεί. Ωστόσο, εάν κανείς πιστεύει ότι αυτοί οι δείκτες σηματοδοτούν μια δυναμική και ευρεία ανάκαμψη της οικονομίας, κάνει τεράστιο λάθος.

Αν παρακολουθήσουμε όσα έχουν δείξει αυτοί οι δείκτες στο παρελθόν, παρατηρούμε ότι υπάρχει μία τάση. Ό,τι ανέβηκε, κατέβηκε και τώρα ανεβαίνει πάλι. Δεν υπάρχει καμία μόνιμη αλλαγή. Η κρίση της ευρωζώνης ήταν απλώς μια πτωτική βουτιά, έστω και ελαφρώς μεγαλύτερη από την συνηθισμένη και τώρα όλα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Αν συνδυαστούν αυτοί οι δείκτες με άλλα κυκλικά δεδομένα, όπως η βιομηχανική παραγωγή και οι λιανικές πωλήσεις, τα πράγματα δείχνουν ότι η ανάκαμψη προχωράει ακριβώς όπως λένε οι αρχές. Βεβαίως, είναι πολύ καλύτερο να νικάς τις προβλέψεις, παρά να υπολείπεσαι αυτών, αλλά και πάλι, οι προβλέψεις από μόνες τους ήταν πολύ δυσοίωνες.

Τεχνικά, οι δείκτες εμπιστοσύνης είναι μέτρα «ροών». Μας δείχνουν το τι συμβαίνει τώρα και δεν επηρεάζονται από το τι συνέβαινε πριν. Λένε το πόσο γρήγορα βελτιώνονται τα πράγματα. Σε αντίθεση με τους «στατικούς» δείκτες, δεν υπολογίζουν το πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση. Οι δείκτες ροών καθορίζουν το πώς νοιώθουν οι επενδυτές. Τα στατικά μέτρα καθορίζουν το πώς νοιώθει ο κόσμος.

Τα στατικά μέτρα δεν δείχνουν όμως πάντα στο πώς νοιώθει ο κόσμος οποιαδήποτε στιγμή. Και αυτά δείχνουν μια πολύ διαφορετική κατάσταση: Η ανεργία στην ευρωζώνη είναι 11,9% σε σύγκριση με 6,7% στις ΗΠΑ. Το ΑΕΠ βρίσκεται σχεδόν 9% χαμηλότερα κάτω από εκεί που θα βρισκόταν, αν συνεχιζόταν η τάση του 1999-2007. Η βιομηχανική παραγωγή κινείται 16% χαμηλότερα από την μακροχρόνια τάση. Ακόμη κι αν η ψυχολογία είχε ομαλοποιηθεί, η οικονομία σίγουρα δεν το έχει κάνει.

Αν αγνοήσετε την στατιστική κατάσταση και επικεντρωθείτε μόνο στην «τάση», στο τέλος θα καταλήξετε να κοροϊδεύετε τον εαυτό σας και τους άλλους, τονίζει ο Μούντσαου.

Τις περισσότερες φορές, οι στατικοί δείκτες δεν έχουν μεγάλη σημασία. Η οικονομική δραστηριότητα τείνει να προχωρά πάνω σε μια σταθερή γραμμή τάσης. Αν μια ύφεση σε ρίξει κάτω από την γραμμή της τάσης, η ανάκαμψη σε επαναφέρει. Είναι ένα σύστημα αυτό-εξισορρόπησης.

Υπάρχουν όμως φορές, όπως τώρα, που η οικονομία γίνεται εσωτερικά ασταθής, όταν δεν επιστρέψει στην ισορροπία. Εκεί είναι που οι προβλέψεις γίνονται δύσκολες και δυσάρεστες.

Αυτό που έχει βιώσει η ευρωζώνη, δεν είναι μια τυπική ύφεση. Πολλές χώρες υπέφεραν από κρίσεις χρέους, κάποιες στον ιδιωτικό τομέα, κάποιες στον δημόσιο και ορισμένες και στους δύο. Το τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να έχει πολλά και μεγάλα προβλήματα. Οι αγορές εργασίας είναι διαλυμένες στις περιφερειακές οικονομίες. Αν αγνοήσετε την στατιστική κατάσταση και επικεντρωθείτε μόνο στην «τάση», στο τέλος θα καταλήξετε να κοροϊδεύετε τον εαυτό σας και τους άλλους, επαναλαμβάνει ο Μούντσαου.

Η τρέχουσα ευφορία στις αγορές είναι ο θρίαμβος της τάσης, έναντι των στατικών στοιχείων. Αν το ελληνικό ΑΕΠ, έχοντας βουτήξει κατά 25%, αναπτυσσόταν 2% ετησίως από σήμερα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οι πωλητές ομολόγων, θα το πανηγύριζαν αυτό ως ένδειξη ότι οι πολιτικές λιτότητες αποδίδουν. Αλλά στην πραγματικότητα, ο κόσμος θα το νοιώθει ως μόνιμη ύφεση.

Οπότε, πώς μπορούμε να καθορίσουμε αν μια οικονομία ανακάμπτει;

Ο καλύτερος δείκτης για την ευρωζώνη θα ήταν η απασχόληση, ως ποσοστό του εργασιακά ενεργού πληθυσμού, τονίζει ο αρθρογράφος.

Οι μακροχρόνιες υφέσεις τείνουν να οδηγούν τους αποθαρρυμένους εργαζόμενους από την αγορά εργασίας μια για πάντα. Αυτός ο δείκτης θα υπολόγιζε αυτή την επίδραση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2013 του ΟΟΣΑ, ο δείκτης αυτός ήταν 61,4% στην Ελλάδα το 2007 και 51,3% στα τέλη του 2012 -και πιθανόν χαμηλότερα σήμερα. Για την Ισπανία τα μεγέθη είναι 66,6% και 56,2% αντίστοιχα.

Πόσο καιρό θα χρειαστούν Ελλάδα και Ισπανία να φτάσουν στα προ κρίσης επίπεδα απασχόλησης;

Τα 10 χρόνια είναι μία αισιόδοξη πρόβλεψη, καταλήγει ο Μούντσαου. Ίσως περάσει μια ολόκληρη γενιά. Μόνο τότε θα μπορούμε αξιόπιστα να μιλήσουμε για οικονομική ανάκαμψη.

 thetoc

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.