Χωρίς καν να έχει βρεθεί το πρωτότυπο CD της λίστας Λαγκάρντ και με σημαντικά κενά στην περαιτέρω πορεία των αντιγράφων της λίστας σε USB, από τα οποία θα προέκυπταν βάσιμα στοιχεία σχετικά με την αλλοίωση του καταλόγου με τους 2.062 Έλληνες μεγαλοκαταθέτες στο ελβετικό παράρτημα της τράπεζας HSBC, έληξαν οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για την περιβόητη υπόθεση. Η Βουλή, πάντως, θεωρώντας ότι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου έχει τεράστιες ευθύνες για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε αυτή τη μείζονα υπόθεση, άνοιξε το δρόμο για την παραπομπή του πρώην υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Ήδη κληρώθηκαν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου που θα αποφανθούν για την παραπομπή του ή όχι.

Από τη μεριά του, ο κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος επιμένει στην αθωότητά του, μεταθέτει την υπόθεση από το ποινικό πεδίο στο πολιτικό, υποστηρίζοντας ότι, στις σημερινές συνθήκες της κρίσης και της απαξίωσης των πολιτικών, ο ίδιος χρησιμοποιείται ως «εξιλαστήριο θύμα». Πολύ περισσότερο, έκανε λόγο για «προαποφασισμένη» παραπομπή, «προσχηματική διαδικασία» και «προκατασκευασμένο πόρισμα». Ιδιαίτερα αιχμηρός, μάλιστα, ήταν για το σημερινό πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. «Αυτός που μαζί με τον κ. Διώτη (σ.σ.: πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ) κυριολεκτικά έθαψαν τα στοιχεία, επιβραβεύεται και γίνεται αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών», είπε για τον κ. Βενιζέλο και πρόσθεσε: «Όλους τους μήνες που ήταν υπουργός δεν έκανε -έστω- μια ερώτηση για την πρόοδο των ερευνών (σ.σ.: σχετικά με τη λίστα). Έστω μία! Ή μια σύσκεψη για το θέμα αυτό».

Βαριές κατηγορίες

Ο κ. Παπακωνσταντίνου θα κληθεί τώρα να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε βαριές κατηγορίες. Ειδικότερα, αντιμετωπίζει τρία αδικήματα, δύο εκ των οποίων σε βαθμό κακουργήματος. Πρόκειται για τα αδικήματα της απιστίας στην υπηρεσία και της παράβασης καθήκοντος. Επίσης, ένα σε βαθμό πλημμελήματος. Αυτό της νόθευσης εγγράφου, το οποίο πάντως συγκέντρωσε και τις λιγότερες ψήφους κατά την ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής. Αναλυτικά, σε σύνολο 283 παρόντων βουλευτών, και αφού βρέθηκαν 269 έγκυρα ψηφοδέλτια, 9 άκυρα και 5 λευκά, για το αδίκημα της νόθευσης εγγράφου υπέρ ψήφισαν 166 βουλευτές, κατά 34, ενώ 67 δήλωσαν παρών. Για το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία, υπέρ 206, κατά 42, και 18 παρών. Τέλος, για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, υπέρ 220, κατά 35, και 11 παρών.

Γενικότερα τα αποτελέσματα αυτά, και ειδικά ο μικρός αριθμός των βουλευτών που ψήφισαν υπέρ της κατηγορίας περί «νόθευσης του εγγράφου», δείχνουν ότι αρκετοί είτε είχαν αμφιβολίες είτε δεν ήθελαν να στείλουν «μονοκούκι» τον πρώην υπουργό Οικονομικών στο Ειδικό Δικαστήριο. Ως γνωστόν, υπάρχουν υποψίες ότι η αφαίρεση συγγενών του κ. Παπακωνσταντίνου από τη λίστα Λαγκάρντ έγινε κατόπιν παρέμβασής του. Ο ίδιος βέβαια το αρνείται και αποδίδει τα πάντα σε πλεκτάνη. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι βουλευτές που σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους συγκρίνουν την παραπομπή Παπακωνσταντίνου με τη δίκη Τσοχατζόπουλου, λέγοντας ότι εξυπηρετεί επικοινωνιακούς σκοπούς για «κάθαρση» της πολιτικής, ενώ κάποιοι φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν πως τα στοιχεία δεν είναι τόσο ισχυρά για να καταδικαστεί ο πρώην υπουργός.

Ο υπουργός που έχασε τη λίστα!

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αμείλικτα είναι τα ερωτηματικά που πλανώνται σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίστηκε ο κ. Παπακωνσταντίνου τη λίστα Λαγκάρντ. Όχι μόνο διότι, όπως πιστεύει η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών, δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να διερευνηθεί το περιεχόμενο της λίστας, αλλά και επειδή ο ίδιος δηλώνει πως ούτε καν ξέρει τι έχει απογίνει το πρωτότυπο της λίστας που εστάλη στην Ελλάδα το 2010.

Η τύχη του πρωτότυπου αποτελεί αφενός μεν σημαντικό στοιχείο για την αλήθεια, αφετέρου δείχνει τον τουλάχιστον περίεργο τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση ο άλλοτε υπουργός Οικονομικών. Εάν υπήρχε το CD που έστειλαν οι Γάλλοι με τα ονόματα των μεγαλοκαταθετών, εύκολα θα φαινόταν εάν είχε δίκιο ή όχι ο κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν «πείραξε» τη λίστα και, άρα, δεν είναι αυτός ή άνθρωπος του περιβάλλοντός του που έβγαλαν τα ονόματα των συγγενών του από τη λίστα. Αντίθετα, το CD αντιγράφηκε και εδόθη στον τότε επικεφαλής του ΣΔΟΕ, κ. Διώτη, ένα USB-αντίγραφο της λίστας. Επειδή, όμως, και ο κ. Διώτης έκανε ένα νέο «USB-αντίγραφο» του… «αντιγράφου Παπακωνσταντίνου», ουδείς μπορεί να πει μετά βεβαιότητος ούτε τι περιελάμβανε το «USB Παπακωνσταντίνου» ούτε βέβαια και το πρωτότυπο CD. Όπως, πάντως, αποδείχτηκε περίτρανα από το CD με τη λίστα που ξαναπήρε η ελληνική κυβέρνηση από τη Γαλλία τον Δεκέμβριο του 2012, στο πρωτότυπο υπάρχουν 2.062 καρτέλες μεγαλοκαταθετών, ενώ στο αντίγραφο υπάρχουν 2.059. Λείπουν, δηλαδή, τα ονόματα συγγενών του κ. Παπακωνσταντίνου.

Ποιο το αποτέλεσμα αυτού του «παιχνιδιού» της κολοκυθιάς; Ο κ. Παπακωνσταντίνου να κατηγορεί τον κ. Διώτη και τούμπαλιν. Είναι προφανές ότι η εξέλιξη της υπόθεσης αγγίζει τα όρια της ιλαροτραγωδίας. Ο πρώην υπουργός, πάντως, αντί να αναλάβει τις ευθύνες του για το CD που «έκανε φτερά», απλά περιορίστηκε να εκφράσει τη λύπη του. «Έχει γίνει πολύς λόγος για το “χαμένο CD” των Γάλλων. Λυπάμαι πραγματικά που το CD δεν έχει βρεθεί. Έχω αναλάβει την πολιτική ευθύνη. (…) Εμένα έβλαψε το ότι δεν βρέθηκε το CD. Ας θυμηθούμε όμως την πίεση των γεγονότων της εποχής, ειδικά των ημερών του ανασχηματισμού του Ιουνίου του 2011».

«Συνωμοσίες» και «πλεκτάνες»

Στο πλαίσιο της υπερασπιστικής τακτικής του, ο κ. Παπακωνσταντίνου αναζητά ελαφρυντικά. Έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, αφήνει να εννοηθεί ότι στήθηκε συνωμοσία σε βάρος του. Πολύ περισσότερο ότι η λίστα αλλοιώθηκε «στο ΣΔΟΕ ή έξω από αυτό, με ή χωρίς πολιτική παρέμβαση» (!).

Όπως κατ’ επανάληψη στο παρελθόν έχει στραφεί κατά του ΣΔΟΕ, έτσι και τώρα έκανε το ίδιο. «Προφανώς τα στικάκια (σ.σ.: με τη λίστα) κυκλοφορούσαν ευρέως εντός του ΣΔΟΕ και πιθανότατα εκτός με μεγάλες δυνατότητες αλλοίωσης», είπε. Και πρόσθεσε: «Υπάρχει πράγματι κανείς που να αμφιβάλλει ότι υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να στήσουν μια παρόμοια ιστορία είτε στο ΣΔΟΕ είτε έξω από αυτό; Είμαι σίγουρος ότι ενόχλησα μηχανισμούς στο ΣΔΟΕ, την ησυχία των οποίων τάραξα». Μια «σκευωρία», που κατά τους ισχυρισμούς του ιδίου, έγινε «γιατί υπήρξα ο υπουργός Οικονομικών που έβαλα τη χώρα στο Μνημόνιο». Βέβαια, πολλοί εκφράζουν την εύλογη απορία, πώς ήταν δυνατόν να «σκευωρεί» σε βάρος του πρώην υπουργού το ΣΔΟΕ και πολιτικοί κύκλοι της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όταν τόσο ο κ. Καπελέρης όσο και ο κ. Διώτης προέρχονταν από το «σκληρό πυρήνα» του «συστήματος ΠΑΣΟΚ».

Δύο χρόνια στα συρτάρια χωρίς κανένα αποτέλεσμα

Όπως και να ’χει, στο σχεδόν ένα χρόνο που είχε τη λίστα Λαγκάρντ στα χέρια του, ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν φαίνεται να έπραξε τα δέοντα, προκειμένου να διερευνηθεί σε βάθος η λίστα και να εισπράξει το Ελληνικό Δημόσιο -όπως η Γερμανία, η Γαλλία και άλλες χώρες που «έβαλαν στο χέρι» παρόμοιες λίστες- έσοδα από όσους μεγαλοκαταθέτες φοροδιέφευγαν.

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών, η λίστα Λαγκάρντ έφτασε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2010. Στο τέλος του 2010, ο κ. Παπακωνσταντίνου λέει ότι δόθηκαν 20 ονόματα (από τα 2.062) στον τότε επικεφαλής του ΣΔΟΕ, κ. Καπελέρη, για να διερευνηθεί το «φορολογικό προφίλ» τους. Ο κ. Καπελέρης κάνει λόγο για 10. Ο ίδιος, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα επικριτικός στο πρόσωπο του πρώην υπουργού. «Ο υπουργός -κατέθεσε ο κ. Καπελέρης- αποφάσισε να διενεργηθεί έλεγχος, αλλά επιφυλάχθηκε να λάβει απόφαση σε μεταγενέστερο στάδιο, για το αν αυτός θα γινόταν από το ΣΔΟΕ ή από ειδικό κλιμάκιο. (…) Όχι μόνο δεν είχε δοθεί εντολή πλήρους ελέγχου σε εμένα, αλλά σε εκείνη τη σύσκεψη (σ.σ.: της 24ης Ιανουαρίου 2011, με τη συμμετοχή υψηλόβαθμων στελεχών του υπουργείου), τέθηκε θέμα του πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία που είχε ο υπουργός. Ο χειρισμός, δηλαδή, βρισκόταν σε πολύ πρώιμο στάδιο. Μέχρι, δε, να αποχωρήσει -δηλαδή επί έξι μήνες- και να παραδώσει το ψηφιακό υλικό στον κ. Διώτη, τέτοια απόφαση δεν έλαβε».

Το αντίγραφο (USB) εδόθη, σύμφωνα με τον κ. Παπακωνσταντίνου στον κ. Διώτη, τον Ιούνιο του 2011. Παρά ταύτα, όταν στις 6 Ιουνίου 2011 ερωτήθη από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, δήλωνε πως «το ΣΔΟΕ δεν κατέχει κατάσταση με τους έλληνες φορολογούμενους, φυσικά και νομικά πρόσωπα που διατηρούν καταθέσεις ή μετέφεραν κεφάλαια σε τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού και ειδικότερα στην Ελβετία». Αλλά και μετά τον ανασχηματισμό του Ιουνίου, οπότε υπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο κ. Βενιζέλος, επίσης δεν διερευνήθηκε η λίστα Λαγκάρντ. Να σημειωθεί ότι από τον Μάιο του 2011 επικεφαλής του ΣΔΟΕ είχε τοποθετηθεί ο τέως εισαγγελέας, γνωστός από την υπόθεση της «17 Νοέμβρη», κ. Διώτης. Μόλις πέρυσι, μετά τις εκλογές, ξεσηκώθηκε θόρυβος για την υπόθεση, με αποτέλεσμα δύο χρόνια από τη στιγμή που ήλθε η λίστα στην Ελλάδα να την παραδώσει ο κ. Βενιζέλος στο Μέγαρο Μαξίμου και αυτό στο ΣΔΟΕ.

Οι αντίθετες απόψεις για τη νομιμότητα της λίστας

Ο κ. Παπακωνσταντίνου ισχυρίζεται ότι η λίστα ήταν «παράνομο προϊόν» υποκλοπής στοιχείων, καθώς και ότι εδόθη «ατύπως» στην Ελλάδα. Ως γνωστόν, το στέλεχος της HSBC, Φαλσιανί, υπέκλεψε τεράστιο όγκο στοιχείων για τους καταθέτες της τράπεζας. Πολλά από αυτά βρέθηκαν στα χέρια κυβερνήσεων ευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ των άλλων και της Γαλλίας. Ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου είπε ότι πληροφορήθηκε για την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων στην κατοχή του Παρισιού «στις αρχές καλοκαιριού του 2010 από τον τότε διοικητή της ΕΥΠ», πρώην διπλωμάτη, κ. Μπίκα. Στη συνέχεια, έχει αναφέρει ότι τη ζήτησε από την τότε Γαλλίδα υπουργό Οικονομικών και νυν επικεφαλής του ΔΝΤ, κ. Λαγκάρντ.

Ο «εμπιστευτικός» τρόπος, με τον οποίον, ως ήταν φυσικόν, έδωσαν οι Γάλλοι τα στοιχεία στην Αθήνα, ήταν -κατά τον κ. Παπακωνσταντίνου- «άτυπος». Η, δε, λίστα «παράνομη» και, ως εκ τούτου, μη εκμεταλλεύσιμη. Προφανώς, πάνω σε αυτό το «επιχείρημα» προσπαθεί να στηρίξει το γιατί δεν πρωτοκολλήθηκε ποτέ αυτό το πολύτιμο υλικό, καθώς και το γιατί έμεινε ανεκμετάλλευτο. Στον αντίποδα αυτού του ισχυρισμού βρίσκεται η κατάθεση της αναπληρώτριας προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Οικονομικών, κ. Σμαράγδας Πιτένη, η οποία τον Δεκέμβριο του 2012, μαζί με κλιμάκιο του ΣΔΟΕ και έλληνες διπλωμάτες, παρέλαβε εκ νέου τα ίδια αρχεία που είχε δώσει το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας το 2010. Αυτή δήλωσε, λοιπόν, ότι και τότε η λίστα Λαγκάρντ δόθηκε με κάθε επισημότητα και «με την ίδια διαδικασία» που ακολουθήθηκε το 2012. Εάν πράγματι, λοιπόν, το 2010 ακολουθήθηκε η ίδια επίσημη διαδικασία, βάσει της σύμβασης, τότε ούτε «άτυπα» ούτε και «παράνομα» είναι τα στοιχεία.

Να σημειωθεί, αναφέρεται σε έγγραφο της ίδιας Διεύθυνσης, με ημερομηνία 22-11-2012, πως «με τη διάταξη του άρθρου 23 (σ.σ.: της Σύμβασης) θεσπίζεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών των συμβαλλομένων κρατών, για τους σκοπούς της βεβαίωσης και είσπραξης φόρων και για την εφαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας για την περιστολή της φοροδιαφυγής. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να λαμβάνει χώρα κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως. Επίσης, η διάταξη καθιερώνει τον απόρρητο χαρακτήρα των πληροφοριών».

Θανάσης Αργυράκης, Γιάννης Απέργης, στον “Τύπο της Κυριακής”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.