Η ύπαρξη του μεταναστευτικού προβλήματος και η προϊούσα ανάπτυξη ρατσισμού στην Ελλάδα δεν είναι κάτι που χρήζει ιδιαίτερης επιχειρηματολογίας. Η πολιτική όμως που θα ακολουθηθεί χρειάζεται να συζητηθεί μιας και το θέμα είναι οξύ. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κρίσιμο σημείο για το ζήτημα. Ένα σημείο όπου χρειάζεται να αποφασίσουμε σύντομα, τόσο ως κοινωνία όσο και ως έθνος, για την πολιτική μας πάνω στο θέμα, αν δεν έχουμε ήδη καθυστερήσει.

Για να λάβουμε τη σωστή απόφαση είναι προαπαιτούμενο να αναγνωρίσουμε τις παραμέτρους του προβλήματος. Να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που πραγματικά το δημιουργεί.

Είναι η ανεργία; Μάλλον όχι. Οι εργασίες των μεταναστών κατά κανόνα δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον των Ελλήνων οι οποίοι τις θεωρούν λανθασμένα υποτιμητικές και ασύμφορες οικονομικά. Απόδειξη για αυτό η θέση της «κραυγάζουσας» αριστεράς πως «θα γίνουμε μετανάστες στην ίδια μας τη χώρα αν κάνουμε αυτές τις δουλειές». Αυτό είναι το λανθάνον ρατσιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο των «χλιδάνεργων» που δυστυχώς είναι πολλοί, ακόμα και σήμερα που η ανεργία βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Το άλλο σύνθημα «κάθε ξένος εργάτης, ένας Έλληνας άνεργος» είναι κενό νοήματος λοιπόν, εν πολλοίς λόγω του φαινομένου της «χλιδανεργίας».

Είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής; Μάλλον όχι. Ακόμα και η ίδια η Χρυσή Αυγή έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα τη ρατσιστική της ρητορεία σήμερα και ποντάρει στην αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον του πολιτικού προσωπικού και την επίκληση της βίαιης αντίδρασης. Το μεταναστευτικό πρόβλημα μπορεί να έφερε την Χ.Α στο προσκήνιο, αλλά για την δημοσκοπική της έκρηξη ευθύνεται η ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού στο σύνολο του πολιτικού φάσματος.

Είναι η εγκληματικότητα; Μάλλον ναι. Η ανασφάλεια που νιώθουμε στις γειτονιές και τα σπίτια μας λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας προδιαθέτει σε αρνητικά αισθήματα απέναντι στους μετανάστες. Οι Έλληνες εκλαμβάνουν την παρουσία των μεταναστων ως απειλή για την προσωπική τους ασφάλεια.

Είναι η απειλή της εθνικής μας ταυτότητας; Ναι.  Ο φόβος του «να γίνουμε εμείς οι ξένοι στην Ελλάδα» απειλεί την αίσθηση του «σπιτιού του έθνους» που είναι για τον κάθε Έλληνα, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, η χώρα μας. Είναι η απώλεια ένος κομματιού της προσωπικότητάς μας με την πιθανή απαλλοτρίωσή της από ξένους. Μας ενοχλεί ιδιαίτερα αν κάποιοι ξένοι γίνουν συνιδιοκτήτες της χώρας μας.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο «ξένοι»; Και ακολούθως, τι εννοούμε με τον όρο «Έλληνες»;

Εδώ πραγματικά εντοπίζεται ένα κρίσιμο σημείο για το θέμα του ρατσισμού. Ποιός εν τέλει είναι ο «ξένος»; Αυτός που αν και εκ καταγωγής αλλοδαπός έχει πλήρως προσαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία και πειθαρχεί στους ελληνικούς νόμους πόσο ξένος μπορεί να θεωρηθεί; Πόσο μας έχει ενοχλήσει ο μετανάστης της διπλανής πόρτας που είναι οικογενειάρχης, δεν κλέβει, δεν συμμετέχει σε συμμορίες, δεν αυτοοργανώνεται σε γκέτο; Και από την άλλη, πόσο μας ενοχλεί ο Έλληνας που κλέβει, συμμετέχει σε συμμορίες, μπαινοβγαίνει στη φυλακή και αυτοοργανώνεται σε οργανώσεις που κάθε τρεις και λίγο προκαλεί επεισόδεια και πορείες με μολώτοφ ή μαύρα μπλουζάκια; Και το κρίσιμο ερώτημα είναι ποίος από τους δύο είναι περισσότερο Έλληνας;

Ένας αλλοδαπός που γνωρίζει και σέβεται τα ελληνικά έθιμα και την ελληνική ιστορία ή ένας Έλληνας που κραυγάζει σαν χιμπαντζής; Πόσο Έλληνας είναι ενώ αγνοεί βασική ελληνική ιστορία και θεωρεί τη σβάστικα ως σύμβολο της ελληνικής ιστορίας; Ένας αλλοδαπός που θέλει να είναι Έλληνας ή ένας Έλληνας που δεν θέλει να είναι Έλληνας ή είναι δυστυχής που είναι Έλληνας; Ο αλλοδαπός που επιθυμεί την κοινωνική ειρήνα ή ο Έλληνας που ονειρεύεται εξέγερση των μεταναστών; Εδώ είναι άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιός από τους δύο είναι πιο αποδεκτός από την ελληνική κοινωνία σε κάθε περίπτωση;

Εδώ έγκειται και ο πολυεπίπεδος συμβολισμός της βράβευσης του Γιάννη Αντετοκούμπο από τον πρωθυπουργό. Με την κίνηση αυτή ο Αντώνης Σαμαράς έστειλε το μήνυμα πως η ελληνική κοινωνία δεν απορρίπτει κανέναν βάσει του χρώματος του δέρματος και μόνο αλλά αποδέχεται αυτόν που σέβεται τους νόμους της, τα ήθη της, τα έθιμά της. Αυτόν που σέβεται τη φιλοξενία της. Αυτόν που σέβεται τους ανθρώπους της. Και κυρίως, αυτόν που θέλει να είναι Έλληνας. Δίνει μήνυμα και στους Έλληνες και ταυτόχρονα και στους μετανάστες. Προς τους μετανάστες λέει πως αυτός είναι ο δρόμος για να ξεπεράσετε τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, να σεβαστείτε τους Έλληνες και να θελήσετε να είστε κομμάτι αυτής της κοινωνίας. Να γίνετε κομμάτι του πολιτισμού μας. Προς τους Έλληνες λέει πως όποιος επιθυμεί εμπράκτως να είναι κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να γίνει αρκεί να σέβεται τους Έλληνες, τη χώρα τους και τον πολιτισμό τους. Εμπράκτως.

Είναι η πρώτη σοβαρή κίνηση που γίνεται προς τη διαμόρφωση μιας σοβαρής αντιρατσιστικής πολιτικής, έστω και συμβολική. Είναι το βασικό μήνυμα που αποστέλλεται προς όλους για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της ρατσιστικής βίας. Δεν είναι κανένας νόμος που να ευνοεί τη μια ή την άλλη πλευρά. Είναι μια θέση ομοφωνίας για την ομογενοποίηση όσων κατοικούν στην Ελλάδα σε έναν πολιτισμό, τον ελληνικό,  και όχι σε πολλούς. Είναι  το όχι στο γκέτο. Είναι το μεγάλο ναι σε όποιον πραγματικά επιθυμεί να είναι Έλληνας και όχι σε όποιον έτυχε να γεννηθεί στην Ελλάδα. Και δεν είναι θέμα καταπάτησης του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό αφού μπορεί ένα σύγχρονο κράτος να σέβεται τον άλλο πολιτισμό , αλλά τιμάει αυτόν που θέλει να συμμετάσχει στον δικό του πολιτισμό και τον αποδέχεται χωρίς άλλο κριτήριο.

Θωμάς Γ. Πράντζος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.