Μεσουρανούσε όταν έτρεχε στους στίβους. Όταν ήταν σημαιοφόρος στους Ολυμπιακούς. Ακόμη και όταν τραυματίστηκε αλλά προσπάθησε, παρά τις απαγορεύσεις των γιατρών, να ξανατρέξει.

Αργότερα, πέρασε στην οδοντιατρική και τον αποκαλούσαν «φτερωτό γιατρό». Στη συνέχεια έγινε ο «ατσαλάκωτος» ως δήμαρχος της Θεσσαλονίκης. Όμως σήμερα, παρά τη δόξα του παρελθόντος, τα πράγματα γύρω από το όνομά του, άλλαξαν ριζικά και με τη βούλα του νόμου.

Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος που σήμερα καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, υποστήριξε λίγα λεπτά μετά την ποινή που του επέβαλε το δικαστήριο, ότι ««Δεν έχω καμία σχέση, κάποιοι θα πεθάνουν με τύψεις».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή… Μπορεί να είχε χτίσει μία καριέρα πολλών ετών σε διάφορους χώρους, όμως ήξερε ότι σύντομα αυτή θα… γκρεμιζόταν. Ή τουλάχιστον θα υπονομευόταν, κάτι που έγινε όταν βγήκε στη δημοσιότητα το σκάνδαλο της υπεξαίρεσης στο δήμο που ηγείτο ή διαφορετικά, στη δική του γλώσσα, «το παραμύθι για μικρά παιδιά», όπως χαρακτήριζε την υπόθεση που τον αφορά.

Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, όταν βρέθηκε κατηγορούμενος στο δικαστήριο, για το μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο υπεξαίρεσης που έγινε ποτέ στη Θεσσαλονίκη, ήξερε ότι τα πάντα είχαν αλλάξει.

Το βιογραφικό του όταν έτρεχε στους στίβους και είχε ανακηρυχθεί ως ο σπουδαιότερος Έλληνας σπρίντερ της δεκαετίας του ΄70 και υπήρξε σημαιοφόρος αθλητής της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ είχε αμαυρωθεί, κατά πολλούς, από την υπόθεση υπεξαίρεσης.

Ο Παπαγεωργόπουλος ήταν από τους καλύτερους αθλητές της γενιάς του και όσοι ασχολούνται με τον στίβο θυμούνται πολύ καλά την ενδιαφέρουσα κόντρα του με τον μεγάλο Ρώσο Βαλερί Μπορζόφ.

«Ο Μπορζόφ και ο Βασίλης ήταν οι δύο πιο γρήγοροι Ευρωπαίοι. Ο Μπορζόφ ήταν το νούμερο 1 και ο Βασίλης ήταν αυτός που τον κυνηγούσε. Στις σημερινές συνθήκες, οι δύο αυτοί αθλητές θα ήταν πιο γρήγοροι από τους μαύρους που βλέπουμε στους αγώνες. Εκείνη την εποχή είχαν ξεπεράσει και τους Αμερικάνους», έχει πει ο Γιώργος Ραμπότας, φίλος και συναθλητής του. «Σε ένα meeting που ο Βασίλης φαινόταν ότι ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, ο Μπορζόφ φοβήθηκε, προφασίστηκε μια δικαιολογία και δεν έτρεξε μαζί του», συμπληρώνει.

Στο όνομά του ουρές τα κορίτσια
Έκαιγε καρδιές, λένε όσοι τον γνώριζαν από παλιά. Ανήκε στην τετράδα μαζί με τους Ραμπότα, Σταμάτη Καραμανλή (παλιός αντιδήμαρχος της συμπρωτεύουσας) και Θανάση Μήλιο, για τους οποίους τα κορίτσια σχημάτιζαν… ουρές έξω από το Καυτανζόγλειο προκειμένου να τους έβλεπαν να τρέχουν με την ιστορική ομάδα του Αετού. «Την εποχή εκείνη ο στίβος είχε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό. Τρέχαμε σε γήπεδα που είχαν 30-40 χιλιάδες κόσμο. Το αγώνισμα του Βασίλη, τα 100 μέτρα, ήταν από τότε το πιο δημοφιλές. Σκέψου ότι είχαμε κι έναν παγκόσμιο αθλητή και καταλαβαίνεις πώς έκαναν οι Θεσσαλονικείς τότε για τον Παπαγεωργόπουλο», έχει πει ο Ραμπότας.


Η ατυχία όμως του χτύπησε την πόρτα. Ήταν τότε που έχασε ένα ολυμπιακό μετάλλιο στο Μόναχο λόγω του σοβαρού τραυματισμού του στους προκριματικούς. Ένας τραυματισμός που του στέρησε να αγωνιστεί στους τελικούς. «Αν τυχόν τρέξεις και νιώσεις πόνο, αυτό σημαίνει ότι δεν θα ξανατρέξεις ποτέ. Ίσως και να μην ξαναπερπατήσεις ποτέ», του είπαν οι γιατροί. Εκείνος, στα 25 του τότε, τους άκουσε. Και δεν έτρεξε τότε. Μόνο στους επόμενους Ολυμπιακούς συμμετείχε ως σημαιοφόρος της εθνικής ομάδας.

Πολλοί πίστευαν ότι θα ακολουθούσε τις συμβουλές των γιατρών και δεν θα έμπαινε στο γήπεδο, όμως, εκείνος είχε άλλη άποψη. Δειλά και χωρίς να το πει σε κανέναν άρχισε να κάνει χαλαρές προπονήσεις και κρυφά να φορτώνει στο μικρό Φιατάκι του τους κολλητούς του από την ομάδα του Αετού και ξεκινούσε από το σπίτι του στην οδό Παπάφη για την Καβάλα όπου βρισκόταν το πρώτο και μοναδικό γήπεδο με πλαστικό δάπεδο – γι’ αυτό ίσως αργότερα, ως υφυπουργός Αθλητισμού, φρόντισε να φτιαχτούν όλα τα γήπεδα της Θεσσαλονίκης.

Έκανε κρυφά προπονήσεις και οι οπαδοί του, ισχυρίζονται πολλοί, το έμαθαν και θέλησαν να τον δουν από κοντά να τρέχει. Οι Καβαλιώτες ήθελαν να διαπιστώσουν αν μετά το Μόναχο ήταν ίδιος όπως τον έβλεπαν στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Τη στιγμή, λένε, που έδεσε τα κορδόνια στα παπούτσια του και ετοιμάστηκε να πάει στην εκκίνηση δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Ο Παπαγεωργόπουλος άρχισε να τρέχει, στην αρχή αργά, σαν σε ζέσταμα, και αμέσως μετά γρήγορα με την εκρηκτικότητα που μόνο εκείνος είχε. Δεν πονούσε. Ήταν καλά. Αλλά δεν ήταν ίδιος μετά το Μόναχο. Το ήξερε, το αντιλαμβανόταν, παρότι το κοινό πανηγύρισε. Και έτσι σταμάτησε η καριέρα που θα έκανε τα επόμενα χρόνια.

Στην οδοντιατρική γνώρισε τον έρωτα
Φοίτησε στην Οδοντιατρική Θεσσαλονίκης. Μπήκε με εξετάσεις στη σχολή. Άλλωστε, τότε δεν υπήρχαν προνόμια για τους πρωταθλητές. Αποφοίτησε όμως και με τη βέρα στο χέρι.

Γνωρίστηκε με τη συμφοιτήτριά του, Ελένη Σωτηριάδου, «ένα καλό και όμορφο κορίτσι και πολύ καλή φοιτήτρια», όπως την περιέγραφαν όσοι την θυμούνταν από εκείνη την εποχή.

Από τότε και μέχρι σήμερα ήταν αγαπημένοι και ότι ο έρωτάς τους δεν ήταν μόνο… φοιτητικός. Κατά τη διάρκεια της δίκης, η σύζυγός του σήμερα, καθόταν πάντοτε στη θέση της, πίσω από τους δικηγόρους του, και τον στήριζε.

«Δεν έχει λείψει λεπτό. Παρακολουθεί τα πάντα και στα διαλείμματα μιλάνε πιάνοντας ο ένας το χέρι του άλλου», περιγράφει δημοσιογράφος που παρακολουθεί τη δίκη.

Οι δυο τους μόλις παντρεύτηκαν άνοιξαν μαζί ιατρείο, νοίκιασαν σπίτι στο μεγαλοαστικό Πανόραμα, εκείνος πέταξε τις φόρμες και τα παπούτσια με τις τάπες και τα αντικατέστησε με καλοραμμένα κοστούμια. Εκείνη, ασχολήθηκε με τη φιλανθρωπία και την κοσμική ζωή της Θεσσαλονίκης. Τα βράδια συγκεντρώνονταν σε φιλικά σπίτια και το πρωί εργάζονταν.

Τον στήριξε στην ιδιότητά του ως πολιτικούς από το 1978, όταν εκείνος θέλησε για πρώτη φορά την ψήφο των συμπολιτών του ως δημοτικός σύμβουλος, μέχρι και τις τελευταίες εκλογές του 2006 για την τρίτη και τελευταία τετραετία του ως δήμαρχος. Κάτι λιγότερο από 30 χρόνια.

Όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Το παρατσούκλι του «φτερωτός γιατρός» άρχισε να αποκαλείται ειρωνικά «Λουδοβίκος» και «ατσαλάκωτος». «Νόμιζε ότι το να είσαι δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν τόσο μεγάλο αξίωμα που έπρεπε να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Καταρχάς μιλούσε για τον εαυτό του λέγοντας “ο δήμαρχος”, δεν έλεγε “εγώ”. Και πίστευε ότι έπρεπε να είναι πριγκιπική η συμπεριφορά του λες και ήταν κανένας ηγεμόνας», αναφέρει παλιός δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. «Πήγαινε παντού με τον οδηγό του και καθόταν πάντα στο πίσω κάθισμα. Δεν είχε οδηγήσει ποτέ. Μου φαίνεται και ποδήλατο να είχε θα έβαζε άλλον να κάνει πετάλι», αναφέρει ένας ακόμη.

Λέγεται ότι πριν φτάσει από το σπίτι του στο Πανόραμα μέχρι το γραφείο του στο δημαρχείο έκανε πάντα μια στάση στο αγαπημένο του μπαρμπέρικο για να του φτιάξουν τα μαλλιά και ότι όταν δεν προλάβανε πήγαινε ο μπαρμπέρης στο δημαρχείο για ένα γρήγορο grooming σε μαλλιά και μουστάκι.

Σήμερα, δέχτηκε μια διαφορετική ήττα. Μία ήττα που σημαδεύτηκε στο άκουσμα του «ισόβια». Κάτι που δεν περίμενε ποτέ για το οποίο υποστήριξε, λίγα λεπτά μετά το τέλος της δίκης «Δεν έχω καμία σχέση, κάποιοι θα πεθάνουν με τύψεις».

Ο αθλητής, ο γόης, ο οδοντίατρος, ο δήμαρχος και ο… φυλακισμένος. Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος…

www.newsbeast.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.