Τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις έκλεισαν με ζημιές το 2011, ενώ μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας

Τα παραπάνω αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε πανελλαδική έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), η οποία παρουσιάστηκε επίσημα χθες.

Συγκεκριμένα, σε πανελλαδικό δείγμα 1.200 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό) το ποσοστό των επιχειρήσεων που είναι ζημιογόνες ανέρχεται σε 42,1%.

Τα στοιχεία αυτά, παρά τη δραματικότητά τους, «υποτιμούν» την πραγματική κατάσταση, που αντανακλά τη μεγάλη ζημιά που έχει υποστεί η πραγματική οικονομία.

Η κρίση ρευστότητας αναδεικνύεται και από στοιχεία του «Τειρεσία», σύμφωνα με τα οποία, το συνολικό ποσό των ακάλυπτων επιταγών ανήλθε πέρσι στα 2 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 200 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2010.

Από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι αρκετοί επιχειρηματίες έχουν στα χέρια τους ακάλυπτες επιταγές τις οποίες δεν έχουν σφραγίσει.

Δεδομένων του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και της μείωσης του συνολικού κόστους εργασίας, θα ανέμενε κανείς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων ως προς τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών που προσφέρουν.

Παρ’ όλα αυτά, η αλυσίδα «μισθοί-απασχόληση-τιμές» δεν λειτούργησε με βάση τις προβλέψεις, μολονότι η σωρευτική μείωση μισθών, σε πραγματικούς όρους, τη διετία 2010-2011 υπερέβη το 14%, ενώ η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης αλλά σε μείωση.

Το ερώτημα που εγείρεται, από πλευράς της ΓΣΕΒΕΕ, είναι για ποιους λόγους η καθοδηγούμενη μείωση του συνολικού κόστους εργασίας, που τον τελευταίο χρόνο συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση περισσότερο ευέλικτων σχέσεων απασχόλησης (μερική απασχόληση, εκ περιτροπής, διευθέτηση), δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών.

Δύο είναι οι πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό: είτε το συνολικό κόστος εργασίας αποτελεί μικρό μόνο μέρος του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων είτε η μείωση του συνολικού κόστους εργασίας αντισταθμίστηκε και ενδεχομένως ξεπεράστηκε από την αύξηση άλλων στοιχείων του κόστους, ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τις εισαγόμενες πρώτες ύλες και τα ενδιάμεσα αγαθά.

Ενδεικτικό είναι ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (σε ποσοστό 46,5%), σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το «Μισθολογικό – Μη μισθολογικό κόστος», αποτελούν τα λειτουργικά έξοδα και όχι οι μισθοδοσίες.

Φώτης Φωτεινός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.