Από την Enron στη Lehman Brothers. Αναδρομή στις πιο σημαντικές χρεοκοπίες τραπεζών και εταιρειών τον 21ο αιώνα (Vids)

Με αφορμή την υπαγωγή της ιστορικής εταιρείας Kodak στο άρθρο 11 του πτωχευτικού νόμου των ΗΠΑ, το NEWS 247 θυμάται τα μεγαλύτερα “κανόνια” τραπεζών και εταιρειών διεθνώς, την τελευταία δεκαετία.

Lehman Brothers, ΗΠ.Α, 15/9/08

Η πτώχευσή της είναι η μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ, με ενεργητικά που ανέρχονται στα 640 δισ. δολάρια.

Η ιστορία της εκτυλίσσεται παράλληλα με την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και την ταχύτατη ανέλιξη προς την ευμάρεια και τη διεθνή κυριαρχία. Η επιχείρηση που 158 χρόνια αργότερα επρόκειτο να αναδειχθεί σε έναν παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κολοσσό, ξεκίνησε ως κατάστημα γενικού εμπορίου στον αμερικανικό Νότο.

Εξαιτίας της διεθνούς εμβέλειας της εταιρείας, οι διαδικασίες χρεοκοπίας είναι περίπλοκες και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχοντας ως αποτέλεσμα μέχρι στιγμής τη διακοπή λειτουργίας 80 θυγατρικών της τράπεζας.

 

Το μακρινό 1850 Henry Lehman, μετανάστης από τη Γερμανία, ανοίγει ένα μικρό κατάστημα γενικού εμπορίου στην Αλαμπάμα το 1844.

Έξι χρόνια αργότερα, μπαίνουν στην εταιρία τα αδέλφια του Emanuel και Mayer και οι τρεις τους ιδρύουν το 1850 την επιχείρηση Lehman Brothers με έδρα στο Μοντγκόμερι.

 

 

 

 

Στη δεκαετία του 1920, ο Robert Lehman “οσμίζεται” τις δυναμικές μεταβολές που επέρχονται στην οικονομία και επικεντρώνει το ενδιαφέρον στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες καταναλωτικές βιομηχανίες όπως το λιανικό εμπόριο, οι αεροπορικές επιχειρήσεις και οι επικοινωνίες. Υποστηρίζει ένθερμα τον κλάδο ψυχαγωγίας και συνεισφέρει στη χρηματοδότηση των, νεογνών τότε, κινηματογραφικών στούντιο RKO, Paramount και 20th Century Fox. Το κραχ του 1929 και η Μεγάλη Υφεση ασκούν τεράστιες πιέσεις στη διάθεση κεφαλαίων.

Η Lehman πρωτοπορεί με νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως τα private placements, όπου κανονίζονται δάνεια μεταξύ blue-chip δανειοληπτών και ιδιωτών πιστωτών.

 

 

 

Η εταιρία διαδραματίζει δραστήριο ρόλο στην εποχή της πληροφορικής, χρηματοδοτώντας εταιρίες όπως η Intel, που θα γίνουν κορυφαίες στην επανάσταση της υψηλής τεχνολογίας. Στην περίοδο των εύρωστων εξαγορών και συγχωνεύσεων, παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε κολοσσούς όπως οι Chrysler, American Motors, General Foods, Philip Morris και Hoffman-LaRoche.

Το 2005 η Lehman επιτυγχάνει έσοδα ρεκόρ, τα υπό διαχείριση κεφάλαια αγγίζουν, επίσης, το ρεκόρ των 175 δισ. δολ. και το περιοδικό Euromoney την ανακηρύσσει την καλύτερη επενδυτική τράπεζα για το έτος.

Η τράπεζα συνεχίζει το σερί των ρεκόρ σε επίπεδο κερδοφορίας για τρίτη χρονιά και κατακτά την πρώτη θέση στην ετήσια λίστα του Barron΄s για τις 500 μεγαλύτερες εταιρίες των ΗΠΑ και Καναδά το 2006.

Τα ρεκόρ συνεχίζονται και το 2007 όταν κατακτά την κορυφή στη λίστα του Fortune για τις πιο επιτυχημένες χρηματιστηριακές εταιρίες και ανακοινώνει για μία ακόμα χρονιά κέρδη ρεκόρ. Επιπλέον διαχειρίζεται τη μεγαλύτερη συγχώνευση στην ιστορία του χρηματοοικονομικού κλάδου, την αξίας 98 δισ. δολ. εξαγορά της ABN AMRO από την κοινοπραξία των Royal Bank of Scotland, Santander και Fortis.

 

 

 

 

Το Σάββατο, 13 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί ο Πόλσον και ο Μπερνάνκι συναντήθηκαν με τους τραπεζίτες. Χωρίστηκαν σε ομάδες εργασίας και έκαναν σενάρια για τη διάσωση της Lehman: Εξαγορά από άλλη τράπεζα, κρατική ενίσχυση, εγκατάλειψη και πτώχευση.

Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν χωρίς διακοπές μέχρι αργά το βράδυ. Η μέρα έκλεισε μόνο με την απόφαση ότι ήταν προτιμότερο να διασωθεί η Merrill Lynch παρά η Lehman. Οι συσκέψεις συνεχίστηκαν και την Κυριακή μέχρι τις 5 το απόγευμα.

 

 

 

Κατά τη διάρκεια της ημέρας έγιναν διαπραγματεύσεις με τη Barclays προκειμένου να εξαγοράσει τη Lehman αλλά η πρώτη δεν το δεχόταν χωρίς κρατική στήριξη. Η κρατική στήριξη δεν δόθηκε. Τότε υπολόγησαν το κόστος των εμπλεκομένων της αγοράς από την πτώχευση της Lehman τη Δευτέρα το πρωί. Αφού έγιναν οι υπολογισμοί, ενημερώθηκε ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, Κρίστιαν Κοχ, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Ήταν στις 15  Σεπτεμβρίου του 2008 όταν η Lehman Brothers ανακοινώνει τη χρεοκοπία της, μετά το “ναυάγιο” των συνομιλιών για πιθανή εξαγορά της  από τη Barclays και την απροθυμία της αμερικανικής κυβέρνησης να δαπανήσει δημόσιο χρήμα για μια πιθανή συμφωνία.

 

Washington Mutual, Η.Π.Α, 26/9/08

Η Washington Mutual είναι το επόμενο θύμα της κρίσης στην αμερικανική χρηματοοικονομική αγορά.  Ήταν 26 Σεπτεμβρίου του 2008 όταν έγινε η αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 11 του Πτωχευτικού Δικαίου των ΗΠΑ.

Η Washington Mutual είχε χάσει  δύο εβδομάδες πριν την χρεοκοπία 16,7 δισεκατομμύρια δολάρια και σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα σημείωνε στα επόμενα τρία χρόνια απώλειες ύψους 20 έως 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Την ίδια μέρα ανακοινώθηκε πως η JPMorgan θα αποκτούσε πάγια της Washington Mutual (WaMu) έναντι του ποσού του 1,9 δισ. δολ. ύστερα από την απόφαση των ομοσπονδιακών αρχών να προχωρήσουν στη διακοπή της λειτουργίας της. Η JPMorgan είχε ανακοινώσει ότι η εξαγορά συμπεριλαμβάνει όλες τις καταθέσεις, τα πάγια και κάποιες υποχρεώσεις της WaMu.

Ωστόσο δεν ανέλαβε την εξόφληση των μη διασφαλισμένων χρεών και άλλων δανείων μειωμένης ασφάλειας του ταμιευτηρίου.

 

Δείτε σε πέντε μέρη την χρεοκοπία της Washington Mutual

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Enron, Η.Π.Α,  12/02/2001

Είναι η ιστορία της μεγαλύτερης χρεοκοπίας στην Αμερική, τουλάχιστον μέχρι το “κανόνι” του 2008.

Το αποτέλεσμα είναι ότι 20.000 άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και χάθηκαν 2 δισεκατομμύρια από συνταξιοδοτικά ταμεία.

Έπειτα από μια σειρά αποκαλύψεων που αφορούσαν αμφιλεγόμενες λογιστικές πρακτικές που διενεργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990, η Enron βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας το Νοέμβριο του 2001.

Καθώς το σκάνδαλο αποκαλυπτόταν, οι μετοχές της Enron σημείωσαν κατακόρυφη πτώση από τα $90.00 ανά μετοχή σε λιγότερο από 50¢ ανά μετοχή.

Τελικά κήρυξε πτώχευση στις 2 Δεκεμβρίου του 2001.

Απελευθέρωση της ενέργειας

Στις αρχές του 1990, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών πέρασε νομοθετική ρύθμιση που απελευθέρωνε την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

To 1999, η Enron ξεκίνησε τη λειτουργία της EnronOnline, μια διαδικτυακή υπηρεσία συναλλαγών, η οποία χρησιμοποιείτο από σχεδόν όλες τις ενεργειακές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

 

 

Στα τέλη του 1990, η Enron έκανε συναλλαγές 80-90  δολάρια ανά μετοχή και αρκετοί έδειχναν να ανησυχούν με το θολό τοπίο που δημιουργείτο με τις οικονομικές αποκαλύψεις. Στα μέσα του Ιουλίου του 2001, η Enron ανακοίνωσε κέρδη $50,1 δισεκατομμυρίων, σχεδόν τα τριπλάσια από τις αρχές του Ιανουαρίου, καταρρίπτοντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών κατά 3 σεντς ανά μετοχή.

Η αρχή του τέλους

Στις 14 Αυγούστου του 2001, ο Jeffrey Skilling, ο γενικός διευθυντής της Enron  ανακοίνωσε πως θα αποχωρούσε από τη θέση του σε έξι μήνες.

Την επομένη όμως ημέρα μετά από πιέσεις των μέσων  παραδέχθηκε ότι ένα πολύ βασικός λόγος της αποχώρησής του από την Enron ήταν η αξία της εταιρείας που κατρακυλούσε στην αγορά.

Στις 29 Οκτωβρίου, απαντώντας στις διογκόμενες ανησυχίες ότι η Enron θα μπορούσε σε σύντομο διάστημα να ξεμείνει από μετρητά, κυκλοφόρησε η πληροφορία πως η εταιρεία επεδίωκε μια περαιτέρω οικονομική ενίσχυση $1-2 δισεκατομμυρίων.

 

 

Την επομένη, όπως φοβούνταν πολλοί, η Moody’s έριξε την πιστοληπτική της ικανότητα σε Βaa2, δύο επίπεδα κάτω από τη λεγόμενη junk-status (θέση για τα σκουπίδια) του Baa1. Η Standard and Poor’s επίσης έριξε τη βαθμολογία της στο BBB+, η αντίστοιχη βαθμολογία με αυτή της Moody’s, η οποία Moody’s επιπλέον προειδοποίησε ότι ήταν πιθανό να ρίξει τη βαθμολογία της για τα χρεόγραφα της Enron, η συνέπεια της οποίας θα μπορούσε να εμποδίσει την εταιρεία από την αναζήτηση νέας χρηματοδότησης καθώς πλέον δε θα ήταν φερέγγυα.

Η Enron υπολογίζεται να έχει περίπου $23 δισεκατομμύρια υποχρεώσεις, που συνίστανται σε ανεξόφλητα χρέη και εγγυημένα δάνεια.

Η Citigroup και η JP Morgan Chase συγκεκριμένα εμφανίστηκαν να έχουν σημαντικά ποσά να απωλέσουν με την κατάρρευση της Enron. Επιπροσθέτως, πολλά από τα μεγάλα στοιχεία της Enron είχαν ενεχυριαστεί σε πιστωτές ως εγγύηση για τα δάνεια, δυσχεραίνοντας τη θέση των εκτεθειμένων πιστωτών και τελικώς των κατόχων μετοχών της για το εάν θα έπαιρναν τελικά τίποτα πίσω κατά τη διαδικασία της πτώχευσης.

 

 

MG Rover, Μεγάλη Βρετανία, 15/04/2005

Ήταν η τελευταία ανεξάρτητη αυτοκινητοβιομηχανία της Μ. Βρετανίας. Η εταιρεία δημιουργήθηκε μετά την απόσχιση της MG και της Rover από τη BMW το 2000, οι οποίες, με την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης πουλήθηκαν στην Phoenix Venture Holdings.

Η εταιρεία εισήλθε σε καθεστώς οικονομικής διαχείρησης (ουσιαστικά σε καθεστώς πτώχευσης) τον Απρίλιο του 2005, με την Phoenix να παραδίδει τη διοίκηση και ευθύνη της εταιρείας στην εταιρεία οικονομικών συμβούλων PricewaterhouseCoopers, η οποία έγινε ο διαχειριστής της επιχείρησης, για να διαπιστώσει αν υπάρχουν περιθώρια διάσωσής της.

Το Ιούνιο του 2004 έγινε γνωστό πως η Shanghai Automotive Industry Corporation (SAIC) είχε υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με την MG Rover για την εξέλιξη και κατασκευή νέων μοντέλων και τη διερεύνηση νέων τεχνολογιών. Αυτό προκάλεσε έντονη φημολογία από τα βρετανικά Μ.Μ.Ε. που υπέθεσαν ότι η κινέζικη αυτοκινητοβιομηχανία θα επεδίωκε την εξαγορά της MG Rover.

 

Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, έγινε γνωστή η συμφωνία μεταξύ των δύο εταιρειών για δημιουργία νέας εταιρείας που θα παρήγαγε μέχρι και ένα εκατομμύριο οχήματα το χρόνο, με την παραγωγή να διαμοιράζεται στο εργοστάσιο παραγωγής της MG Rover στο Λόνγκμπριτζ (Longbridge) της Μ. Βρετανίας και σε εργοστάσιο στην Κίνα.

Η SAIC θα κατείχε ποσοστό 70% στη νέα εταιρεία, ως αντάλλαγμα για τις επενδύσεις του ενός δισεκατομμυρίου λιρών που απαιτούνταν για τη νέα εταιρεία, ενώ η MG Rover θα κατείχε το υπόλοιπο 30%.

 

Η SAIC, εν συνεχεία απέκτησε τα δικαιώματα κατασκευής των μοντέλων της Rover, Rover 25 και 75 καθώς και την MG Rover Powertrain Ltd., (την εταιρεία κατασκευής κινητήρων της MG Rover) για 67 εκατομμύρια λίρες.

Τελικώς, λόγω αυξημένων οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης, η εταιρεία προσέλαβε την φίρμα PricewaterhouseCoopers, ως οικονομικό της σύμβουλο και τελικά ετέθη σε καθεστώς χρεοκοπίας και διαχείριση.

 

Στις 15 Απριλίου 2005, ανακοινώθηκε τελικά πως η SAIC αρνήθηκε να αγοράσει την εταιρεία. Χωρίς άλλο σχέδιο σωτηρίας, η PWC κατέληξε πως η εταιρεία πτωχεύει και πως πολύ σύντομα θα εκδοθούν οι αποφάσεις για τη διάλυση της εταιρείας και την απόλυση του προσωπικού που εργαζόταν στο εργοστάσιο του Λόνγκμπριτζ.

Converse

Τα Chuck Taylor All-Stars είναι τα πλέον διαχρονικά αθλητικά. Με πρώτη παρουσία στον χώρο της υπόδησης το 1908 από τον Marquis M. Converse, τα All Star έφεραν την επανάσταση στο μπάσκετ και συμβάδισαν με τη γέννηση του rock ‘n roll.

Το 1910 η βιομηχανία του Converse παράγει 4.000 ζευγάρια παπούτσια τη μέρα, το 1915 πρωτοκυκλοφορεί παπούτσια για τένις και το 1917 παπούτσια για μπάσκετ, με διασημότερα όλων τα Converse All Star.

Η εταιρεία παρήγαγε παπούτσια και για τους New York Renaissance, την πρώτη επαγγελματική ομάδα μπάσκετ Αφροαμερικανών. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εταιρεία εξόπλισε τον Αμερικανικό στρατό με είδη ένδυσης και υπόδυσης, ενώ κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 έφτασε στο απόγειο της δόξας της.

Το 1950 αποτέλεσαν το απαραίτητο συνοδευτικό της νεολαίας για τα τζιν παντελόνια τους, ενώ στις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 φορέθηκαν σε όλα σχεδόν τα αθλήματα αλλά και από όλους τους hippies και τους punk.

Συνέχισαν να είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και στη δεκαετία του ’80 ως σύμβολο αντι-κουλτούρας, μαζί με το λευκό t-shirt, το τζιν και το δερμάτινο τζάκετ.

 

 

 

Παρ’όλα αυτά, κατά τη δεκαετία του 1970, η Converse έχασε το μονοπώλιο στα αθλητικά παπούτσια από άλλες εταιρίες που άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, όπως η Nike, η Puma, η Adidas και η Reebok, ενώ σταμάτησε να ισχύει η συμφωνία της με το NBA για τον εξοπλισμό αθλητικών ειδών στους αθλητές του.

 

 

Μία μείωση στις πωλήσεις τους παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του ’90 οδήγησε στη χρεοκοπία της εταιρίας και την εξαγορά της το 2003 από τη Nike για 305 εκατομ. δολάρια.

Napster,Η.Π.Α, 03/06/2002

 

Η εταιρεία που δημιούργησε την έκρηξη των MP3 και που έδωσε στον κόσμο των υπολογιστών να καταλάβει την αξία των δικτύων Peer To Peer, έκλεισε στις6 Ιουνίου 2002.

Όλα άρχισαν το φθινόπωρο του 1999 όταν ο τότε δεκαεννιάχρονος Shawn Fanning, δημιούργησε στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου Northeastern της Βοστώνης όπου σπούδαζε, την πρώτη έκδοση του Napster.

Το πρόγραμμα αυτό είχε σαν σκοπό να βοηθήσει τους φοιτητές να ανταλλάζουν mp3 μεταξύ τους καθότι οι πανεπιστημιακές συνδέσεις τους με το Internet ήταν πολύ γρήγορες για να μείνουν αναξιοποίητες.

 

 

Αν ήταν οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα, θα μιλούσαμε για άλλη μία τυπική “ιστορία επιτυχίας”. Όμως το πλέον πασίγνωστο Napster, έχει μείνει στην ιστορία τόσο για την επανάσταση που έφερε στην on-line ανταλλαγή αρχείων όσο και για την αναπόφευκτη τελική πτώση του.

Όταν οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής μουσικής συνειδητοποίησαν πως ένα πρόγραμμα έκανε ακόμη πιο εύκολη τη μεταφορά των συμπιεσμένων αρχείων μουσικής mp3, έβαλαν τον σύλλογό τους (RIAA), να αρχίσει τις μηνύσεις εναντίον του. Ο Fanning χωρίς να πτοείται άνοιξε την επιχείρησή του και προσέλαβε καλούς προγραμματιστές για να φτιάξουν το Napster 2.0, μια βελτιωμένη έκδοση του προγράμματος.

 

 

Παρόλα αυτά, το 2000 μπήκαν και οι καλλιτέχνες στον αγώνα εναντίον του. Μεγάλο θέμα είχε γίνει το τότε νέο φαινόμενο του ότι παρουσιάστηκαν ακυκλοφόρητα τραγούδια στα αποτελέσματα της μηχανής αναζήτησης του Napster.

Το νέο single “Music” της Madonna είχε κυκλοφορήσει παρανόμως on-line πριν την επίσημη ημερομηνία του και πολλοί star είχαν δυσανασχετήσει ιδιαίτερα με αυτό το συμβάν. Αυτοί όμως που κατεγράφησαν σαν οι χειρότεροι εχθροί του Napster ήταν το συγκρότημα Metallica που καταδίκασε το πρόγραμμα κυριολεκτικά.

Το παράδειγμά τους ακολούθησε και ο γνωστός καλλιτέχνης Dr. Dre. Έτσι σαν πρώτο βήμα αντιμετώπισης ήρθε η διαγραφή 317.777 χρηστών που είχαν πρόσφατα κατεβάσει κάποιο τραγούδι των παραπάνω τραγουδιστών. Όμως αυτό δεν τους έφτανε.

Τελικά το Μάιο του 2002, με το Napster να έχει κλείσει, η εταιρεία δήλωσε πως θα αγοραστεί από την Bertelsmann AG για 8 εκατομμύρια δολάρια.

Το δικαστήριο δεν επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο και ανάγκασε την επιχείρηση να δηλώσει χρεοκοπία και να βγει σε πλειστηριασμό όπου τελικά αγοράστηκε από την Roxio incorporated. Η Roxio χρησιμοποιώντας τα λογότυπα του Napster αλλά τις δικές τις τεχνολογίες, δημιούργησε ένα συνδρομητικό πρόγραμμα μουσικής με τον τίτλο Napster 2. Το πρόγραμμα της Roxio συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι αυτή τη στιγμή έχοντας αρκετούς συνδρομητές, όμως όχι όσους περίμεναν εξ αρχής. Το πρώτο Napster έφτασε τους 13.6 εκατομμύρια χρήστες τον Φεβρουάριο του 2001 ενώ το Napster 2 έχει μόνο το 11% αυτών.

 

Parmalat, Ιταλία 27/12/2003

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εταιρική χρεοκοπία στην Ευρώπη.  Η Parmalat κατέρρευσε στα τέλη του 2003, καθώς αποκαλύφθηκε “τρύπα”14 δισ. ευρώ στα ταμεία της.

H αποκάλυψη “μαύρης τρύπας” αρχικά 3,9 δισ. ευρώ και στη συνέχεια 9 δισ. ευρώ στα λογιστικά βιβλία της Parmalat Finanziaria SpA χάρισε στη μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων της Ιταλίας το προσωνύμιο “Enron της Ευρώπης”.

 

 

Η χρεοκοπία της επιχείρησης έχει τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις, έθεσε εν αμφιβόλω περισσότερες από 36.000 θέσεις εργασίας σε 30 χώρες του κόσμου.

Το σκάνδαλο ξέσπασε την Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου του 2003 , όταν η Bank οf America αποκάλυψε ότι τα έγγραφα με τα οποία η Parmalat πιστοποιούσε ότι η θυγατρική της, Bolat, που εδρεύει στα νησιά Καϊμάν , κατείχε στις 31 Δεκεμβρίου 2002 κεφάλαια 3,95 δισ. ευρώ ήταν πλαστά. Οι εισαγγελικές αρχές εξέτασαν τα έγγραφα αυτά και διαπίστωσαν ότι ήταν πράγματι παραποιημένα.

Τα συνολικά χρέη του ομίλου υπολογίζονταν  στις 30 Σεπτεμβρίου του 2003 ότι  έφθαναν τα 6 δισ. ευρώ. Η εταιρεία έπρεπε να καταβάλει 200 εκατ. ευρώ σε θυγατρική της στη Βραζιλία, ενώ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2004  η επιχείρηση έπρεπε να πληρώσει περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ (που δεν είχε) σε κατόχους ομολόγων της που “ωριμάζαν”.

 

Τις αμέσως επόμενες βδομάδες ακολούθησε μια χιονοστιβάδα αποκαλύψεων που δικαίωσε τους φόβους για ατασθαλίες στη λειτουργία της εταιρίας και οδήγησε στη σύλληψη και στην προφυλάκιση του ιδρυτή και ιδιοκτήτη της, Καλίστο Τάντσι, όπως και 7 ακόμη ατόμων που εμπλέκονται στο σκάνδαλο.

Ο Τάντσι είχε καταδικαστεί το 2003 σε κάθειρξη 10 ετών για τη χρεοκοπία της εταιρείας, όμως δεν είχε οδηγηθεί στη φυλακή λόγω της προχωρημένης ηλικίας του.Το δικαστήριο επέβαλε επίσης ποινή φυλάκισης 10 ετών και επτά μηνών στον αδερφό του Τάντσι, Τζιοβάνι.

Η Parmalat εξήλθε από το καθεστώς προστασίας για χρεοκοπία και επανήλθε στο χρηματιστήριο το Μιλάνου τον Οκτώβριο του 2005, ενώ η κατάρρευση της το 2003  αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιχειρηματική αποτυχία στην Ευρώπης.

Swissair, Ελβετία, 02/10/2001

Η διάλυση του αερομεταφορέα δεν μεταφράστηκε μόνο σε απώλειες επενδύσεων, θέσεων εργασίας και συντάξεων, αλλά και σε ένα καίριο πλήγμα για την υπερηφάνεια των Ελβετών.

Η Swissair, μία καθ’ όλα άψογη εταιρεία, θεωρούνταν σύμβολο της αξιοπιστίας, της ποιότητας και της αποδοτικότητας, που ταυτίζονται με την Ελβετία.

 

 

Ο αερομεταφορέας στις 2 Οκτωβρίου του 2001 αναγκάστηκε να ακινητοποιήσει όλον τον στόλο της και να ακυρώσει επ’ αόριστον όλα της τα δρομολόγια, εφόσον δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους προμηθευτές καυσίμων, τα αερολιμενικά τέλη και τα τέλη υπέρπτησης.

Όλα αυτά συνέβησαν μία μόλις ημέρα μετά την απόφαση των τραπεζών UBS και Credit Suisse να καταρτίσουν σχέδιο σωτηρίας του αερομεταφορέα και, συγκεκριμένα, των υπηρεσιών, που αφορούν τα δρομολόγιά του, χωρίς, ωστόσο, να καλύψουν τις υπόλοιπες δραστηριότητές του οι εταιρείες, στις οποίες αυτές υπάγονται, πτώχευσαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ υπήρξε και το καίριο πλήγμα για τη Swissair, η οποία ήδη είχε σωρεύσει υπέρογκα χρέη ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης πολιτικής επέκτασης δραστηριοτήτων, που εφήρμοσε.

 

 

Το χρονικό της ανώμαλης προσγείωσης

2000

26 Απριλίου: Η μητρική εταιρεία της Swissair, SAirGroup, προχωρεί σε αύξηση του μεριδίου της στη βελγική Sabena από 49,5% σε 85%.

6 Ιουλίου: Η SAirGroup διαψεύδει ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και προβλέπει ικανοποιητικά αποτελέσματα για το πρώτο εξάμηνο του έτους.

22 Αυγούστου: Ανακοινώνεται ότι τα κέρδη του πρώτου εξαμήνου ανήλθαν σε 3 εκατ. ελβετικά φράγκα και προβλέπονται κέρδη για το σύνολο του έτους.

 

 

2001

2 Απριλίου: Ανακοινώνεται ότι οι ζημίες του 2000 ανήλθαν σε 2,88 δισ. ελβετικά φράγκα. Εκπονείται πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που προβλέπει την πώληση των δραστηριοτήτων στον κλάδο των ξενοδοχείων.

25 Απριλίου: Η εταιρεία μετονομάζεται σε Swissair Group και υπό το βάρος των ζημιών οι μέτοχοι εγκρίνουν τη σύσταση πιστωτικής γραμμής με τρεις τράπεζες.

12 Ιουλίου: Η Swissair ανακοινώνει την άντληση 3 δισ. φράγκων επιπλέον από την πώληση περιουσιακών στοιχείων και προχωρεί σε στενότερη συνεργασία με την Crossair.

17 Ιουλίου: Η Swissair και η βελγική κυβέρνηση συμφωνούν στην από κοινού χρηματοδότηση της προβληματικής Sabena.

 

 

30 Αυγούστου: Ανακοινώνονται ζημίες ύψους 234 εκατ. φράγκων για το πρώτο εξάμηνο και εκπονείται δεύτερο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.

20 Σεπτεμβρίου: Οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη θα αυξήσουν τις ζημίες, ανακοινώνει η Swissair.

23 Σεπτεμβρίου: Η ελβετική κυβέρνηση δημιουργεί ένα κρατικό – ιδιωτικό φορέα που περιλαμβάνει τράπεζες, κυβέρνηση και ελβετικές εταιρείες για τη διάσωση του εθνικού αερομεταφορέα.

 

 

1 Οκτωβρίου: Η Swissair μεταφέρει τον βασικό όγκο των πτήσεών της στη χαμηλού κόστους εταιρεία Crossair, που ήδη ανήκει στον όμιλο κατόπιν συμφωνίας που χρηματοδοτήθηκε από την UBS και την Credit Suisse. Ταυτόχρονα, δηλώνει χρεοκοπία ζητώντας προστασία έναντι των πιστωτών και ανακοινώνει μείωση προσωπικού κατά 30%. Η διαπραγμάτευση των μετοχών των Swissair και Crossair αναστέλλεται.

 

 

Moulinex, Γαλλία, 07/11/2001

Η δεκαετία του 1990 δεν έκλεισε  με τις καλύτερες προοπτικές για τη moulinex. Ο ανταγωνισμός από τα φθηνά προϊόντα της Νοτιοανατολικής Ασίας είχε αρχίσει να επιδρά στον ισολογισμό της εταιρείας.

Η Μουλινέξ είχε  μία ιστορία 69 ετών λειτουργίας, απασχολούσε 21.000 ανθρώπους παγκοσμίως και είχε συμφέροντα σε 11 χώρες, από την Kίνα μέχρι τη Βραζιλία.

 

 

 

Το 1999 η moulinex άρχισε να αναζητεί εταίρους, αλλά οι “μεγάλοι” της αγοράς των ηλεκτρικών συσκευών δεν έβρισκαν συμφέροντα έναν γάμο με μια εταιρεία που κατασκεύαζε μικροσυσκευές, επειδή δεν θα δημιουργούνταν συνεργίες από μια πιθανή ένωσή τους.

 

 

Τον Ιανουάριο του 2000 ο τότε πρόεδρος της εταιρείας Πιερ Μπλαγιό ανακοίνωσε ένα νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης που προέβλεπε τις απολύσεις 2.000 εργαζομένων και το κλείσιμο άλλων δύο μονάδων παραγωγής.

 

 

Κατά τη διετία 1997-1998 άρχισε να αποδίδει καρπούς η πρώτη απόπειρα αναδιάρθρωσης, αλλά η κρίση στις αγορές της Ασίας και στη Ρωσία επέδρασαν αρνητικά στην πορεία της εταιρείας.

 

 

 

Η moulinex, όπως και η αντίπαλός της Seb, είχαν επενδύσει πολλά κεφάλαια στη Βραζιλία, αγοράζοντας εκεί εργοστάσια λίγο πριν από τη μεγάλη κρίση που έπληξε τη λατινοαμερικανική χώρα και το νόμισμά της.

 


Ο Γαλλικός κολοσσός είχε χρέη που ξεπερνούσαν τα 766 εκατομμύρια ευρώ. 

www.news247.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.