Γράφει ο Κ.Κλεισούρας*

Με σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης που κατατέθηκε στη Βουλή προτείνεται η τροποποίηση του γνωστού «άρθρου 99», ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα. Προτείνεται σειρά καινοτόμων ρυθμίσεων και επαναφορά και βελτίωση του πλαισίου για τη σύναψη της γνωστής συμφωνίας πιστωτών-επιχείρησης, στο πρότυπο των διεθνώς γνωστών προσυμφωνημένων σχεδίων εξυγίανσης (“pre-packs”).

Την ώρα που η διεθνής επενδυτική κοινότητα, αλλά και σύμπασα η εγχώρια αγορά, αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξαγγελθείσες τροποποιήσεις, κι ενώ η ανεπάρκεια χρηματοδότησης απαξιώνει καθημερινά πληθώρα σοβαρών ελληνικών επιχειρήσεων, το «νέο άρθρο 99» απειλεί να πλήξει βαρύτατα την ασφάλεια δικαίου σε ευρύτατο φάσμα ιδιωτικών συναλλαγών.

Κατά το ισχύον ελληνικό δίκαιο, όπως κατά τα περισσότερα σύγχρονα δίκαια διεθνώς, προϋπόθεση για το άνοιγμα των λεγομένων διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως η πτώχευση και η εξυγίανση, συνιστά η γενική και μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη, παρούσα ή επαπειλούμενη, να εκπληρώσει τις χρηματικές υποχρεώσεις του, όπως αυτές καθίστανται ληξιπρόθεσμες («παύση πληρωμών»). Η προϋπόθεση είναι απλή και σαφής, και η συνδρομή της διαπιστώνεται εύκολα με ασφάλεια, με έναν απλό έλεγχο των ταμειακών ροών και της καθαρής θέσης μιας εταιρείας.

Το άρθρο 1 του νομοσχεδίου προβλέπει επιπλέον ως προϋπόθεση για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης τη συνδρομή «σοβαρών οικονομικών προβλημάτων του οφειλέτη που δύνανται κατά την κρίση του δικαστηρίου να αντιμετωπιστούν με τη διαδικασία αυτή».

Η προτεινόμενη διάταξη συγχέει με τρόπο αμφίβολης νομιμότητας τα όρια μεταξύ ατομικών διώξεων, δηλαδή του δικαιώματος κάθε δανειστή μιας απαίτησης να επιδιώξει με δική του πρωτοβουλία την αναγκαστική είσπραξή της, και συλλογικών διαδικασιών που κωλύουν την έναρξη, την πρόοδο ή την περάτωση ατομικών διώξεων ή/ και εξαρτούν έννομες συνέπειες στα δικαιώματα ενός ή ορισμένων πιστωτών από τη δράση άλλου ή άλλων.

Η έννοια «σοβαρό οικονομικό πρόβλημα», σε αντιδιαστολή προς την παύση πληρωμών, στερείται ειδικού περιεχομένου, αλλά και αξιολογικών στοιχείων, με αναγωγή στα οποία θα μπορούσε να εξειδικευθεί από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα να καλείται το δικαστήριο να διαπλάσσει πρωτογενώς τον εφαρμοστέο ουσιαστικό κανόνα δικαίου, και μάλιστα «κατά την κρίση του».

Ανεξάρτητα από το προφανώς ασύμβατο της ρύθμισης αυτής με την συνταγματική επιταγή της διάκρισης των εξουσιών, είναι φανερό ότι γεννάται βαθειά και γενικευμένη αβεβαιότητα περί του αν οιαδήποτε επιχείρηση πληροί ή μη τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στη διαδικασία εξυγίανσης. Με απλά λόγια, κανένας πλέον δεν γνωρίζει πόσο «ισχυρή» και «δεσμευτική» θα αποβεί στην πράξη οποιαδήποτε σύμβαση, ή πόσο αποτελεσματική οιαδήποτε δίκη.

Ετσι η προτεινόμενη ρύθμιση εισέρχεται τόσο ευθέως, όσο και εκ πλαγίου, σε πεδίο έντονης τριβής με τα συνταγματικά και υπερνομοθετικά κατοχυρωμένα δικαιώματα δικαστικής ακρόασης και προστασίας και περιουσίας. Και τα κόστη σε ολόκληρη την οικονομία από τέτοια αβεβαιότητα είναι φανερό ότι μπορεί να είναι συντριπτικά, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η πολυπόθητη ανάπτυξη που τόσο έχει η χώρα ανάγκη συνάπτεται αναγκαία με την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία είναι προφανές ότι τέτοια αβεβαιότητα τρέπει απλά σε φυγή.

Τα περιστατικά που μπορεί κανείς να θεωρεί «σοβαρό οικονομικό πρόβλημα» είναι λογικώς άπειρα. Εντούτοις, αν δεν άγουν ταυτόχρονα τουλάχιστον σε επαπειλούμενη παύση πληρωμών, τότε λείπει το θεμελιώδες δικαιοπολιτικό έρεισμα για τη θέσπιση των περιορισμών στα παραπάνω δικαιώματα, οι οποίοι απορρέουν από την αναστολή των ατομικών διώξεων και την ποιοτική και ποσοτική αλλοίωση των απαιτήσεων μη συμβαλλομένων πιστωτών.

Είναι φανερό ότι δικαιοπολιτικός στόχος της προτεινόμενης ρύθμισης είναι η διευκόλυνση της προσφυγής στη διαδικασία της εξυγίανσης, υπό την πίεση της παρούσας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης. Το προτεινόμενο μέσο, όμως, εκτός από επιβλαβές, είναι και περιττό: δεν νοείται σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, που αφορά τους πιστωτές ως σύνολο, χωρίς ταυτόχρονα να συγκροτεί την έννοια της επαπειλούμενης παύσης πληρωμών.

Ταυτόχρονα, ελλοχεύει φανερά ο κίνδυνος σοβαρών και προβλέψιμων παρενεργειών και καταχρήσεων. Η ευχέρεια του οφειλέτη να προσφύγει σε συλλογική διαδικασία που επάγεται την αναστολή των διώξεων και την αλλοίωση της νομικής θέσης μη συμβαλλομένων πιστωτών μολονότι είναι δυνατή η εξόφληση όλων των πιστωτών στο ακέραιο, δημιουργεί ισχυρό κίνητρο το μεν καιροσκοπικής παραβίασης των ενοχικών υποχρεώσεων (εκ των προτέρων), το δε κατάχρησης του θεσμού της εξυγίανσης (εκ των υστέρων), ιδίως κατά συμπαιγνία οφειλέτη και κάποιου εκ των πιστωτών του.

Ετσι, απειλείται κύμα καταχρηστικών αιτήσεων εξυγίανσης που δεν θα έχει προηγούμενο, αφού κάθε εναγόμενος θα επικαλείται «σοβαρό οικονομικό πρόβλημα» και θα ζητεί την προληπτική προστασία του προτεινόμενο πλαισίου ως άμυνα σε κάθε εναντίον του αγωγή. Και επειδή οι συναλλασσόμενοι και η αγορά δεν «υπακούουν κανόνες», αλλά αντιδρούν σε κίνητρα, είναι φανερός ο κίνδυνος κλονισμού της ασφάλειας δικαίου σε ευρύ φάσμα ιδιωτικών συναλλαγών.

*Ο Κ. Κλεισούρας είναι δικηγόρος με αντικείμενο την εξυγίανση και τις χρηματοδοτήσεις μεγάλων επιχειρήσεων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.